Εντελώς αντιδεοντολογική και πιθανότατα επιζήμια, χαρακτηρίζει ο ΔΗΣΥ την ανάμιξη, όπως αναφέρει, του Διοικητή της ΚΤ στη διαδικασία επιλογής μελών του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου.
Σε δηλώσεις το απόγευμα στα γραφεία του ΔΗΣΥ, ο Βουλευτής Πρόδρομος Προδρόμου ανέφερε ότι «είναι εντελώς ανεπίτρεπτο η εποπτική Αρχή του τραπεζικού συστήματος να αναμειγνύεται στο σχηματισμό και τη σύσταση του διοικητικού συμβουλίου μιας τράπεζας, την οποία καλείται να εποπτεύει». Είναι αδιανόητο, συνέχισε, ο επόπτης να πρέπει να εποπτεύσει σώμα για το οποίο έστω και έμμεσα έχει ο ίδιος την ευθύνη επιλογής του.
Ο κ. Προδρόμου είπε ότι όπως τα κόμματα δεν πρέπει να αναμιχθούν, ακόμα περισσότερο είναι αδιανόητο τέτοια ανάμιξη να έχουν οι εποπτικές Αρχές.
«Η εικόνα που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες, με το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας να διαβουλεύεται είτε με συγκεκριμένες ομάδες μετόχων, είτε με εκπροσώπους τους ή άλλες ομάδες συμφερόντων, σχετικά με τη σύσταση του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου και την επιλογή των μελών του είναι προβληματική και οπωσδήποτε αντιδεοντολογική», είπε ο κ. Προδρόμου.
Διερωτήθηκε πώς ο Διοικητής θα εφαρμόσει τις πρόνοιες της νομοθεσίας και των Ευρωπαϊκών Οδηγιών, κρίνοντας την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου, «αν προηγουμένως έχει ο ίδιος εμπλακεί στην επιλογή τους».
Διερωτήθηκε ακόμη αν δεν πλήττει με αυτό τον τρόπο το τεκμήριο της ακεραιότητας της Κεντρικής ως προς την άσκηση εποπτείας έναντι της συγκεκριμένης τραπεζικής διοίκησης.
Τέλος ο κ. Προδρόμου διερωτήθηκε ποιά είναι τα εχέγγυα αντικειμενικής στάσης της Κεντρικής και ισονομίας για το πλήθος των άλλων μετόχων της Τράπεζας Κύπρου, «όταν οι τελευταίοι βλέπουν τον ίδιο το Διοικητή να διαβουλεύεται και να αναζητεί επιλεκτικά διακανονισμούς με μια μερίδα μετόχων».
Ο κ. Προδρόμου παραδέχθηκε ότι ο έλεγχος της Κεντρικής και του Διοικητή, μέσω της διαχειρίστριας, ενός ποσοστού της τάξης του 18% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας, είναι μια παραδοξότητα που θα πρέπει να εξαλειφθεί, σημειώνοντας ωστόσο ότι «η μέθοδος της ανάμιξης της Κεντρικής Τράπεζας είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει ανυπέρβλητα νομικά και άλλα προβλήματα, αλλά και να υπονομεύσει την απαραίτητη ανοικοδόμηση κλίματος εμπιστοσύνης και έτσι τελικά να αντιστρατεύεται την ίδια την προσπάθεια αναδιάρθρωσης και ομαλής επαναλειτουργίας της τράπεζας».