Με συναίσθηση των κρίσιμων στιγμών που διέρχεται το εθνικό μας θέμα, απευθύνομαι σήμερα προς τον Κυπριακό λαό.
Ο λαός μας για σαράντα ολόκληρα χρόνια σηκώνει ένα αβάστακτο σταυρό μαρτυρίου. Με ημικατεχόμενη και διχοτομημένη την πατρίδα μας, με 200 χιλιάδες πρόσφυγες να έχουν ξεριζωθεί από τα σπίτια και τις περιουσίες τους, με αγνοούμενους και εγκλωβισμένους και με απειλή ανακοπής της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού στην Κύπρο.
Ο λαός μας επιθυμεί τη λύση από την επομένη της τουρκικής εισβολής. Μια λύση όμως που να διασφαλίζει τον τερματισμό της κατοχής, με απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, με αποκατάσταση των καταπατούμενων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών για το σύνολο των νομίμων κατοίκων της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Με μια λύση που θα αποκαθιστά την ενότητα της χώρας, του λαού, των θεσμών και της οικονομίας. Με κατοχυρωμένη τη μία, ενιαία και αδιαίρετη κυριαρχία, τη μία και μόνη διεθνή νομική προσωπικότητα και τη μία και μόνη ιθαγένεια.
Είχαμε τονίσει μετά την κατάρρευση των συνομιλιών το 2012 με υπαιτιότητα της τουρκικής πλευράς, ότι για την έναρξη οποιωνδήποτε νέων διαπραγματεύσεων θα έπρεπε να διαμορφωθεί και να συμφωνηθεί μια σαφής διαπραγματευτική βάση που να κατοχυρώνει τις βασικές αρχές λύσης του Κυπριακού χωρίς να επιδέχεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Κι αυτό για να υπάρχει μία ενιαία αντίληψη για τη μορφή και τις βασικές παραμέτρους της λύσης.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υιοθέτησε αυτή τη θέση προεκλογικά και μετεκλογικά.
Στηρίξαμε την προσπάθεια του να επιτύχει μια τέτοια διαπραγματευτική βάση ή ένα τέτοιο «κοινό ανακοινωθέν».
Μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις και με προβολή των γνωστών διχοτομικών – συνομοσπονδιακών θέσεων της τουρκικής πλευράς είχε διαφανεί το ατελέσφορο της προσπάθειας και κατέστη «ηλίου φαεινότερον» ότι θα έπρεπε να συζητηθεί στο Εθνικό Συμβούλιο μια εναλλακτική εθνική στρατηγική.
Στη βάση της ρεαλιστικής προσέγγισης ότι 40 χρόνια συνομιλιών απέδειξαν το άγονο, αναποτελεσματικό και στείρο αυτής της διαδικασίας. Που όχι μόνο δεν οδήγησε σε λύση αλλά αντίθετα αποενοχοποιούσε την Τουρκία, η οποία παρουσιαζόταν και παρουσιάζεται ως ο καλόπιστος τρίτος και ο ουδέτερος παρατηρητής ο οποίος μάλιστα επείγεται για λύση.
Με διαμόρφωση περιγράμματος λύσης του Κυπριακού, που να οριοθετεί τα όρια εθνικής και φυσικής επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού. Με προβολή αιτήματος για Διεθνή Διάσκεψη με τη συμμετοχή του ΟΗΕ, της Ε.Ε. των τριών εγγυητριών δυνάμεων για να είναι παρούσα η Τουρκία για να αναλάβει τις ευθύνες της και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε αυτή τη Διεθνή Διάσκεψη θα πρέπει να συζητηθεί η διεθνής πτυχή του Κυπριακού, δηλαδή η αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, η απομάκρυνση των εποίκων και η κατάργηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων του 1960.
Γι’ αυτές τις σημαντικές παραμέτρους της διεθνούς πτυχής του Κυπριακού δεν θα αποφασίσουν οι Τουρκοκύπριοι αλλά η κατοχική δύναμη, η Τουρκία. Με τους Τουρκοκύπριους μπορεί και πρέπει να συζητηθεί η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, δηλαδή η διαμόρφωση ενός Συντάγματος για τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι την παρθενογένεση. Με ενεργότερη, επικουρική συνδρομή της Ε.Ε. στις προσπάθειες για τη λύση.
Αντί ωστόσο της συζήτησης μιας νέας στρατηγικής, επελέγη η κατάληξη σε ένα κοινό ανακοινωθέν το οποίο θα επέχει τον χαρακτήρα μιας «συμφωνίας υψηλού επιπέδου» η οποία όχι μόνο δεν θα αποτελεί μια σαφή διαπραγματευτική βάση με κατοχύρωση των βασικών αρχών λύσης, αλλά αντίθετα οδηγεί σε διολίσθηση προς τις τουρκικές απαιτήσεις και επαναφορα σε λογικές του απορριφθέντος σχεδίου Ανάν.
Αυτό το κοινό ανακοινωθέν εμπεριέχει εξαιρετικά επικίνδυνες πρόνοιες:
– Με λεγόμενες εποικοδομητικές, καλύτερα μη εποικοδομητικές ασάφειες, που οδηγούν σε αμφισημίες στην ερμηνεία της κυριαρχίας.
– Αντί η κυριαρχία να προσδιορίζεται ως «μία, μόνη και αδιαίρετη» η οποία εκπηγάζει από το λαό και όχι από τις «Κοινότητες» ή «τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους» γίνεται αποδεκτή μια διατύπωση η οποία οδηγεί σε τρικέφαλο κυριαρχία. Η οποία θα εκπηγάζει από τους Ε/Κ και τους Τ/Κ και μάλιστα εξ ίσου.
– Η αναφορά σε «εσωτερικές ιθαγένειες» αναπόφευκτα ενισχύει την τρικέφαλο κυριαρχία και οδηγεί σε συνομοσπονδιακό μόρφωμα.
– Η αναφορά σε «άλυτα θέματα» παραπέμπει στην αποδοχή του λεγόμενου εγγράφου συγκλίσεων Ντάουνερ.
– Το κατάλοιπο εξουσίας παραχωρείται στα «συνιστώντα κρατίδια», προτού μάλιστα αποφασιστούν οι αρμοδιότητες – εξουσίες της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.
– Από τις διατυπώσεις και τα συμφραζόμενα του κοινού ανακοινωθέντος προκύπτει η δημιουργία κράτους, από «παρθενογένεση» και όχι μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
– Κρίσιμα και κεφαλαιώδη θέματα όπως ο τερματισμός της τουρκικής στρατιωτικής κατοχής, το σύστημα ασφάλειας, η απομάκρυνση των εποίκων, τα ζητήματα επιστροφής των προσφύγων και των περιουσιών απουσιάζουν από το κείμενο.
Εκφράσαμε και εκφράζουμε τη σαφή και απόλυτη διαφωνία μας με αυτό το προσχέδιο κοινού ανακοινωθέντος.
Καλέσαμε και καλούμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έστω και την υστάτη, να μην αποδεχθεί αυτό το κείμενο. Τον καλούμε να επιμείνει σε μια σαφή διαπραγματευτική βάση που θα κατοχυρώνει τις θεμελιώδεις αρχές λύσης του Κυπριακού.
Θεωρούμε ότι η συμμετοχή σε συνομιλίες στη βάση αυτού του προτεινομένου κοινού ανακοινωθέντος οδηγεί σε θανάσιμους κινδύνους την Κυπριακή Δημοκρατία και τον Κυπριακό Ελληνισμό.
Καλούμε το λαό μας σε επαγρύπνηση για αποτροπή αυτών των κινδύνων.
Το Κ.Σ. ΕΔΕΚ θα δώσει όλες του τις δυνάμεις για την αποτροπή των κινδύνων που απειλούν την Κύπρο.