ΓΡΑΠΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ Κ.Σ. ΕΔΕΚ
ΓΙΑΝΝΑΚΗ Λ. ΟΜΗΡΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Γιορτάζουμε σήμερα την Ημέρα της Ευρώπης. Επαναβεβαιώνοντας την προσήλωση μας στις ευρωπαϊκές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Ε.Ε. διέρχεται την πιο κρίσιμη φάση της ιστορικής της διαδρομής. Η οικονομική κρίση που σήμερα την ταλανίζει, σείει συθέμελα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και απειλεί επικίνδυνα τη συνοχή της. Η απεχθής και ταπεινωτική μεταχείριση στην οποία υπέβαλαν τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου μεταξύ των οποίων και η Κύπρος αναδεικνύουν ένα κυνικό νεοφιλελεύθερο πρόσωπο της Ε.Ε.
Είναι προφανές ότι η σημερινή Ευρώπη δεν είναι η Ευρώπη που χρειαζόμαστε. Αυτό που χρειάζονται οι λαοί της Ευρώπης είναι μια Ευρώπη της αλληλεγγύης και όχι των οδυνηρών μέτρων, μια Ευρώπη όπου όλοι οι πολίτες, γυναίκες και άντρες, νέοι και ηλικιωμένοι, θα έχουν τη δυνατότητα να ευημερούν και όπου τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, κοινωνικά, εργατικά, δημοκρατικά ή οικονομικά θα τυγχάνουν σεβασμού και προστασίας.
Μια Ευρώπη που να είναι βιώσιμη και δίκαιη, μια Ευρώπη που να κοιτάζει αισιόδοξα το μέλλον. Μια Ευρώπη που να είναι ενωμένη στην αντιμετώπιση της παρούσας οικονομικής κρίσης, που μπορεί να επιχειρήσει το βάθεμα της ενοποίησης.
Η δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από τα Ευρωπαϊκά Όργανα διακυβέρνησης είναι ένα πρώτο ζητούμενο για την αλλαγή κατεύθυνσης στην Ευρώπη. Αυτό προϋποθέτει ότι η φωνή των πολιτών θα ακούεται και θα αντανακλάται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Σήμερα πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες απομακρύνονται από την Ε.Ε. καθώς διαπιστώνουν ότι είναι η αιτία των προβλημάτων τους παρά η λύση τους. Αν δεν επανοικοδομηθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτικών θεσμών και των κοινωνιών δεν θα είναι δυνατό να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση εμπιστοσύνης στην Ευρώπη.
Η μέχρι τώρα συντηρητική πρακτική της διακυβερνητικής συνεννόησης με παραγνώριση του κατ’ εξοχήν δημοκρατικά νομιμοποιημένου οργάνου λαϊκής εκπροσώπησης, του Ευρωκοινοβουλίου, είναι από τους βασικούς λόγους της αποτυχίας αντιμετώπισης της κρίσης. Οι αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες. Για να διασφαλιστεί τόσο η δημοκρατική νομιμοποίηση όσο και η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα των μέτρων, θα πρέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να είναι πλήρως μέτοχο των προσπαθειών διαχείρισης και εξόδου από την κρίση. Θα πρέπει να αξιοποιηθεί απολύτως η πρόνοια και ο μηχανισμός της Συνθήκης της Λισσαβόνας , έτσι ώστε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να έχει ισότιμη συμμετοχή με το Συμβούλιο και την Επιτροπή στη διαχείριση της κρίσης. Θα πρέπει ταυτόχρονα οι εθνικές κυβερνήσεις να επιτρέψουν και να ενθαρρύνουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να συμμετάσχει στην ανάπτυξη της μελλοντικής αρχιτεκτονικής της Ε.Ε.
Η συντηρητική και νεοφιλελεύθερη απάντηση στην κρίση υπήρξε συχνά ανεπαρκής, πολύ καθυστερημένη κα ολότελα λανθασμένη. Μια ατελής συνταγή λογιστικής – δημοσιονομικής σταθερότητας, αποκλειστικά μέσω μέτρων λιτότητας.
Η Ευρώπη που χρειαζόμαστε είναι μια Ευρώπη της δικαιοσύνης και της βιώσιμης ανάπτυξης. Για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη και να επιτύχουμε οικονομική σταθερότητα στις οικονομίες μας και στα χρηματοπιστωτικά συστήματα πρέπει, για μια ακόμα φορά, να υπηρετούν την κοινωνία, να υπόκεινται στον έλεγχο της δημοκρατίας και όχι των αγορών.
Πρέπει να ξεπεράσουμε την κοινωνική και οικονομική τραγωδία της μαζικής ανεργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, καθώς αυτή είναι η καθοριστική πρόκληση της παρούσας κρίσης.
Τέλος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά ο θανάσιμος κίνδυνος που απειλεί την συνοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος από το οξυνόμενο φθοροποιό και εκφυλιστικό φαινόμενο της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων της Ευρώπης του Βορρά και του Νότου. Με τη θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού οράματος. Την αρχή της αλληλεγγύης.
Η Ευρώπη που χρειαζόμαστε, η Ευρώπη που οραματιζόμαστε, είναι η Ευρώπη του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας της ισότητας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής συνοχής.
Μόνο μια τέτοια Ευρώπη θα μπορεί να πείσει ότι δεν είναι το πρόβλημα, όπως διατείνονται οι ευρωσκεπτικιστές, αλλά η λύση του προβλήματος.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ