Γ. Ελεγκτής: Αγγίζουν τα όρια εκφοβισμού οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα

«Τις απορρίπτουμε και τις θεωρούμε ως παντελώς απαράδεκτες. Αγγίζουν τα όρια του εκφοβισμού οι ψεσινές αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα, δήθεν ισχυριζόμενος ότι έχει και τέτοια αρμοδιότητα. Έχω την άποψη ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ασκεί πειθαρχικό έλεγχο επί του Γενικού Ελεγκτή»

Αγγίζουν τα όρια του εκφοβισμού οι χθεσινοβραδινές δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, Γιώργου Σαββίδη, ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο για παύση του, δήλωσε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, Οδυσσέας Μιχαηλίδης, ο οποίος τόνισε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ασκεί πειθαρχικό έλεγχο επί του Γενικού Ελεγκτή.

Μιλώντας στο ΚΥΠΕ, αναφορικά με τις δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην εκπομπή του ΡΙΚ «Προκλήσεις» χθες βράδυ, ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο για παύση του, αν η Αρχή κατά της Διαφθοράς απορρίψει τις κατηγορίες, που έχει διαβιβάσει η Ελεγκτική Υπηρεσία περί διαφθοράς του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ο κ. Μιχαηλίδης απέρριψε τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα ότι “έχει την ευχέρεια καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ασκεί πειθαρχικό έλεγχο” επί άλλων ανεξάρτητων αξιωματούχων και έκανε λόγο για «παντελώς απαράδεκτές» δηλώσεις.

«Τις απορρίπτουμε και τις θεωρούμε ως παντελώς απαράδεκτες. Αγγίζουν τα όρια του εκφοβισμού οι ψεσινές αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα, δήθεν ισχυριζόμενος ότι έχει και τέτοια αρμοδιότητα. Έχω την άποψη ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ασκεί πειθαρχικό έλεγχο επί του Γενικού Ελεγκτή», είπε.

Ο Γενικός Ελεγκτής εξήγησε πως η νομολογία του Δικαστηρίου αναφέρει ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αυτός, ο οποίος μπορεί να εκκινήσει μια διαδικασία παύσης οποιουδήποτε κρατικού αξιωματούχου», σημειώνοντας ότι «υπήρχε η περίπτωση του τέως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, Ρίκκου Ερωτοκρίτου, στην οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε εκκίνηση της διαδικασίας από τον Γενικό Εισαγγελέα, αλλά επειδή ήταν προϊστάμενός του».

Χαρακτήρισε, επίσης, «παντελώς ανυπόστατο» τον ισχυρισμό του Γ. Εισαγγελέα Γιώργου Σαββίδη πως προτίθεται να εκκινήσει μια τέτοια διαδικασία στα δικαστήρια, για να σημειώσει ότι «αν ίσχυε αυτό το πράγμα σημαίνει κατ’ αναλογία ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θα μπορούσε να παραπέμψει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για παύση μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου, είτε και τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισχυρισμό τον οποίο θεωρώ απαράδεκτο μόνο και που το διατυπώνει».

Εξάλλου, ο κ. Μιχαηλίδης ανέφερε στο ΚΥΠΕ ότι για την ψεσινή «απαράδεκτη» δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα η Ελεγκτική Υπηρεσία θα ενημερώσει άμεσα και τον  Διεθνή Οργανισμό Ανώτατων Ελεγκτικών Υπηρεσιών (INTOSAI), αφού όπως είπε «είναι μια κλασσική περίπτωση άσκησης προσπάθειας εκφοβισμού εναντίον του επικεφαλής της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, κάτι που ρητά παραβιάζει τον δεύτερο πυλώνα των αρχών ανεξαρτησίας του Μεξικό», ο οποίος αφορά στον μη εκφοβισμό του επικεφαλής της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Μιχαηλίδης είπε ότι «είναι με έκπληξη που άκουσα χθες τον Γενικό Εισαγγελέα να ποινικοποιεί και ουσιαστικά να καθιστά κολάσιμη τη διαβίβαση καταγγελιών στην Αρχή κατά της διαφθοράς και να καθιστά κολάσιμη τη διαβίβαση καταγγελιών στην Αρχή κατά της διαφθοράς».   

Υπενθύμισε ότι στον νόμο για προστασία των πληροφοριοδοτών, που ψήφισε η Κύπρος στις αρχές του 2022, αναφέρεται ρητά ότι «ποινικά κολάσιμη είναι η κακόβουλη κίνηση διαδικασίας εναντίον προσώπου που έχει προβεί σε καταγγελία και ότι ο καταγγέλλων έχει μόνο αν συνειδητά και εν γνώσει του προβεί σε ψευδή αναφορά εναντίον προσώπου».

«Η γενική αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία θεωρώ ότι είναι κόλαφος για την προσπάθεια της πολιτείας μας να ενθαρρύνει πρόσωπα να υποβάλλουν καταγγελίες, βασίζεται σε μια πολύ περίεργη λογική ότι αν οι κατηγορίες και οι καταγγελίες δεν είναι τέτοιες, που τελικά θα οδηγήσουν σε καταδίκη του καταγγελλομένου, ο καταγγέλλων θα πρέπει να υφίσταται κυρώσεις», ανέφερε.

Συνέχισε λέγοντας πως του προκαλεί εντύπωση «αν σκεφτεί κανείς ότι ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας ως ο δημόσιος κατήγορος σέρνει άτομα στο δικαστήριο- και δεν λέω ότι δεν πρέπει να το κάνει – και τους προσάπτει κατηγορία και πολλές φορές αυτή η κατηγορία μπορεί να πέσει στο δικαστήριο και μάλιστα και από το εκ πρώτης όψεως. Δηλαδή, το δικαστήριο να πει ότι δεν είχε ούτε καν εκ πρώτης όψεως η υπόθεση».

Διερωτήθηκε ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης αν «σε αυτή την περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας πρέπει να υφίσταται κάποιες κυρώσεις;», για να συμπληρώσει «εγώ λέω όχι και πολύ περισσότερο στην περίπτωσή μας, που απλώς διαβιβάσαμε καταγγελίες στην αρμόδια Αρχή».

Κληθείς να αναφερθεί επί της ουσία της υπόθεσης, ο κ. Γενικός Ελεγκτής εξήγησε πως η Ελεγκτική Υπηρεσία είχε ενώπιον της ανώνυμες καταγγελίες, οι οποίες αφορούσαν αναστολές ποινικών διώξεων του κοινού ποινικού κώδικα, για να σημειώσει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας με τις ψεσινές του δηλώσεις «ουσιαστικά και στην κυριολεξία είπε ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν έπρεπε να διαβιβάσει αυτές τις καταγγελίες στην Αρχή κατά της Διαφθοράς».

Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη αυτό σημαίνει ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία αυτές τις καταγγελίες «θα τις έβαζε στον κάλαθο των αχρήστων». «Αν πάρουμε μια καταγγελία, που αφορά έναν ανώνυμο πολίτη, θα πρέπει να τη διαβιβάζουμε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς. Τώρα, όμως, που αφορά στον δεύτερο τη τάξει της Νομικής Υπηρεσίας, ο Γενικός Εισαγγελέας μάς ψέγει, επειδή τη διαβιβάσαμε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς», ανέφερε.

Τόνισε στο ΚΥΠΕ ότι η διαβίβαση αυτών των καταγγελιών δεν σημαίνει ότι θεωρούν πως ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα, ωστόσο, πρόσθεσε πως όφειλαν να διαβιβάσουν αυτές τις καταγγελίες, γιατί είχαν τα εξωτερικά γνωρίσματα έγκυρων καταγγελιών.

Όπως είπε, είχαν στοιχεία, τα οποία έδειχναν ότι αυτός που καταγγέλλει «είχε λεπτομερείς γνώσεις των γεγονότων» και ως εκ τούτου οφείλαν – και θα ήταν μεμπτό – να μην διαβιβάσουν τις συγκεκριμένες καταγγελίες στην Αρχή κατά της Διαφθοράς.

Είπε πως οι τρεις υποθέσεις αυτές αφορούσαν αναστολές για αδικήματα του κοινού ποινικού κώδικα, για προσθέσει πως οι άλλες τρεις περιπτώσεις αφορούσαν η πρώτη στα ευρήματα σχετικά  με την υπόθεση του μαύρου βαν και συναφείς υποθέσεις που αφορούν προμήθειες προς το κράτος, κάτι που εμπίπτει απόλυτα στον σκληρό πυρήνα των αρμοδιοτήτων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

«Είμαστε βέβαιοι για τα γεγονότα που έχουμε καταγράψει. Αν τώρα αυτά τα γεγονότα αξιολογούμενα αρχικά από την Αρχή κατά της Διαφθοράς είναι τέτοια ώστε η Αρχή να κρίνει ότι δεν θα πρέπει να προχωρήσουν περαιτέρω ή αν θα προχωρήσουν περαιτέρω και σε επόμενο στάδιο δεν οδηγήσουν σε ποινική ή άλλη καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου, αυτό δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι τα ευρήματα μας ήταν τέτοια, που θα έπρεπε να διαβιβαστούν για περαιτέρω διερεύνηση. Εκτός αν ο Γενικός Εισαγγελέας πιστεύει ότι αν βρούμε κάτι το οποίο αφορά στον Βοηθό του δεν θα πρέπει να το διαβιβάζουμε για περαιτέρω διερεύνηση, γιατί τυγχάνει κάποιου είδους ασυλίας. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει άτομο που μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο».

Υπενθύμισε πως η Ελεγκτική Υπηρεσία έχει διαβιβάσει καταγγελίες στην Αρχή κατά της Διαφθοράς για υποθέσεις «χρυσών» διαβατηρίων, οι οποίες αφορούν πράξεις και αποφάσεις του προηγούμενου Υπουργικού Συμβούλιου και συγκεκριμένων Υπουργών.

Διερωτήθηκε αν «θα πρέπει βάλουμε κάποιον κανόνα ότι αν αφορά συγκεκριμένους επώνυμους δεν θα τα στέλνουμε και θα στέλνουμε μόνο απλών πολιτών;».

Επιπλέον, είπε πως «οι άλλες δύο περιπτώσεις που έχουμε στείλει, που επίσης προέκυψαν από ευρήματα της Υπηρεσίας μας, ήταν η απόφαση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα για αναστολή ποινικής δίωξης εταιρείας και φυσικού προσώπου για φορολογικής φύσεως αδικήματα, κάτι που επίσης εμπίπτει στον σκληρό πυρήνα των αρμοδιοτήτων μας, δηλαδή έλεγχος των εσόδων της Δημοκρατίας από άμεση και έμμεση φορολογία», σημειώνοντας πως «θεωρήσαμε ότι τα γεγονότα, τα οποία καταγράψαμε θα έπρεπε να τα διαβιβάσουμε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, για τις όποιες δικές της ενέργειες και πάλι χωρίς να σημαίνει ότι θεωρούμε πως υπάρχει κάτι εκ των προτέρων μεμπτό από κάποιο πρόσωπο».

Σε σχέση με την τρίτη περίπτωση, είπε πως αφορούσε υπόθεση απάτης κατά του κράτους για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος, υπόθεση, η οποία δικαζόταν στο δικαστήριο και με απόφαση πάλι του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα η διαδικασία διακόπηκε.

Ο Γενικός Ελεγκτής είπε στο ΚΥΠΕ ότι και σε αυτή την περίπτωση είχαν επιβεβαιώσει τα γεγονότα και πως θεώρησαν ότι έπρεπε να τη διαβιβάσουν στην Αρχή κατά την Διαφθοράς.

Κληθείς να σχολιάσει τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία «κάνει τον ταχυδρόμο», ο κ. Μιχαηλίδης είπε: «Η Ελεγκτική Υπηρεσία όταν λάβει οποιαδήποτε καταγγελία, η οποία θεωρεί ότι δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της, αυτό έχει υποχρέωση να το διαβιβάσει σε αρμόδιες Αρχές».

«Θα ήταν μεμπτό», συνέχισε, «για την Ελεγκτική Υπηρεσία να λάβει καταγγελία, η οποία όταν τη μελετήσει έχει εξωτερικά γνωρίσματα μιας βάσιμης καταγγελίας, και αντί να τη διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές να την πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων. Αυτή δεν είναι η δική μας Ελεγκτική Υπηρεσία. Η δική μας Ελεγκτική Υπηρεσία είναι θεματοφύλακας της διαφάνειας και της λογοδοσίας».

Είπε πω είναι υποχρέωση της Υπηρεσίας και αυτό επιβάλλουν τα πρότυπα της «όταν περιέλθει στην αντίληψη μας κάτι το οποίο δεν εμπίπτει στις δικές μας αρμοδιότητες να το διαβιβάζουμε στις αρμόδιες αρχές».

Καλεί τον κόσμο να αναλογιστεί το μήνυμα, που δίδεται στη δημόσια υπηρεσία γενικότερα, ότι «δεν θα πρέπει να διαβιβάζονται καταγγελίες που λαμβάνονται αν δεν τους αφορούν τους ίδιους, αλλά ουσιαστικά να τα ρίχνουν στον κάλαθο των αχρήστων».

«Αυτό», είπε, «είναι το μήνυμα που δόθηκε με τη χθεσινή συνέντευξη».

Σε σχέση με τη δήλωση Σαββίδη, με την οποία καλεί τον Γενικό Ελεγκτή να περιοριστεί τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, ο κ. Μιχαηλίδης εξέφρασε τη θέση πως ο συνταγματικός νομοθέτης προέβλεψε ότι αρμόδιο όργανο για να επιλύει τέτοιες διαφορές είναι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με βάση το άρθρο 139 του Συντάγματος.

«Πρέπει να πω το εξής οξύμωρο. Ο Γενικός Εισαγγελέας επιχειρηματολογούσε ενώπιον του Ανώτατου στην υπόθεση, που είχαμε προσφύγει εμείς εναντίον εγκυκλίου του Υπουργείου Οικονομικών, για τον τίτλο του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή. Επιχειρηματολογούσε ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν είναι όργανο ή αρχή με τη έννοια του άρθρου 139, και ότι δεν ήταν αρμόδιο το Ανώτατο Δικαστήριο για να επιλύει θέματα αμφισβήτησης αρμοδιοτήτων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Η θέση του φυσικά απορρίφθηκε ομόφωνα από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά είναι οξύμωρο από τη μια να υπάρχει το κατάλληλο συνταγματικά καθορισμένο εργαλείο που θα ήταν αρμόδιο για να επιλύσει μια τέτοια αμφισβήτηση και ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας να προσπαθεί να καταργήσει αυτό εργαλείο», ανέφερε ο Γενικός Ελεγκτής.

Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη, «αυτό το εργαλείο είναι εκεί», για να σημειώσει ότι οποιοσδήποτε πιστεύει ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της έχει την ευχέρεια να προσφύγει σε αυτό το εργαλείο, που είναι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ώστε να επιλυθεί οριστικά αυτή η διαφορά».

Πηγή:ΚΥΠΕ