Καθώς οι περισσότερες γυναίκες εγκατέλειψαν τον επαγγελματικό «στίβο» το 2020 – κυρίως λόγω της πανδημίας- εκείνες που κατάφεραν να διατηρήσουν τη δουλειά τους, κέρδισαν μόνο το 84% των απολαβών σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους, σύμφωνα με μία έκθεση του Pew Research Center για το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Κατά συνέπεια, οι γυναίκες στις Η.Π.Α. θα πρέπει να εργαστούν επιπλέον 42 ημέρες για να λάβουν ισότιμες απολαβές με τους συναδέλφους τους. Αξίζει να σημειωθεί, αυτό το χάσμα προυπήρχε, σύμφωνα με την έρευνα του Pew που παραθέτει αναλυτικά τον μέσο όρο των ωριαίων αποδοχών για τους εργαζόμενους πλήρους και μερικής απασχόλησης.
Αυτές που «χτυπήθηκαν» οικονομικά από την έξαρση της πανδημίας ήταν κυρίως οι γυναίκες στις ΗΠΑ, με σχεδόν 2 εκατομμύρια να αποχωρούν εντελώς από το εργατικό δυναμικό από τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους. Σύμφωνα με έκθεση της Oxfam International, οι γυναίκες ανά την υφήλιο έχασαν τουλάχιστον 800 δισ. δολάρια σε έσοδα το 2020. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εργασία σε κλάδους που επλήγησαν περισσότερο από την ύφεση λόγω της Covid-19, όπως το λιανικό εμπόριο και ο τουρισμός. Πολλές γυναίκες εγκατέλειψαν επίσης τις δουλειές τους για να φροντίσουν τα παιδιά τους, των οποίων τα σχολεία και οι παιδικοί σταθμοί έκλεισαν.
Μεγάλο μέρος του χάσματος στις αμοιβές μεταξύ των φύλων οφείλεται στην υπερβολική εκπροσώπηση των γυναικών στις θέσεις εργασίας και στους τομείς με τις χαμηλότερες αποδοχές. Η έλλειψη αμειβόμενης οικογενειακής άδειας και η μεροληψία εναντίον των μητέρων που παίρνουν άδεια τοκετού αποτελούν επίσης πλήγμα για τις γυναίκες. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός, πως αυτό το χάσμα είναι πολύ μικρότερο για τις νεότερες γυναίκες, η οποίες στην πλειονότητα δεν έχουν αποκτήσει παιδιά και ιδιαίτερα, οι ηλικίες 25 – 34 ετών.
Άλλωστε, το 50% εξ’ αυτών δηλώνουν πως η άδεια τοκετού ή διαδικασία για υιοθεσία παιδιού, έχει μεταγενέστερα αρνητικό αντίκτυπο στην επαγγελματικής τους ανέλιξη. Σε έρευνα του Pew του 2019, οι μητέρες με παιδιά κάτω των 18 ετών δήλωσαν πως ήταν εκείνες με τις περισσότερες πιθανότητες να προχωρήσουν σε μείωση ωραρίου, καθώς ένιωθαν ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα εργασιακά τους καθήκοντα, ενώ αρκετές απέρριψαν μια η ή περισσότερες προσφορές εργασίας επειδή δεν μπορούσαν να εξισορροπήσουν την εργασία με τις γονικές ευθύνες.