Η αντιμετώπιση της αιμορραγίας είναι ιεραρχικά, το πρώτο μέλημα σε περίπτωση ενός τραυματισμού. Η συνέχεια του δέρματος, πρέπει να αποκατασταθεί, αλλά αυτό θα γίνει σε δεύτερο χρόνο.
Δύο είναι τα είδη αγγείων που μπορεί να υποστούν βλάβη σε περίπτωση τραύματος, οι φλέβες και οι αρτηρίες. Στη πρώτη περίπτωση, η αιμορραγία ονομάζεται φλεβική, όπου το αίμα παρουσιάζει ένα σκούρο ερυθρό χρώμα και «ξαπλώνει» στη περιοχή του τραύματος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η αιμορραγία ονομάζεται αρτηριακή, με το αίμα να παρουσιάζει ένα ανοικτό, ζωηρά ερυθρό χρώμα και να αναβλύζει ή να εκτινάσσεται από την περιοχή του τραύματος.
Η πρώτη κίνηση που πρέπει να γίνει σε περίπτωση αιμορραγίας, είναι η άσκηση πίεσης στο σημείο ροής του αίματος με το χέρι κάποιου.
Αν πρόκειται για αιμορραγία κάποιου μέλους (πόδι, χέρι), τότε αυτό ανυψώνεται και συγκρατείται σε λοξή θέση. Στη συνέχεια καθαρές στεγνές γάζες τοποθετούνται στην περιοχή του τραύματος με τις οποίες ασκείται πίεση πάνω σ’ αυτό. Εάν η γάζα «γεμίσει» με αίμα, μία νέα στεγνή γάζα εφαρμόζεται επάνω από τη μουσκεμένη και συνεχίζεται η άσκηση πιέσεως. Η συγκεκριμένη κίνηση γίνεται κάθε φορά που γεμίζει με αίμα η επιπλέον γάζα.
Εφόσον η αιμορραγία είναι φλεβική, συνήθως σταματά με τον τρόπο αυτό.
Εάν όμως πρόκειται για αρτηριακή αιμορραγία, πιθανόν τα μέτρα αυτά να μην αποδώσουν. Τότε ασκείται πίεση σε ειδικά σημεία από τα οποία διέρχεται η κεντρική αρτηρία, που ευθύνεται για την αιμάτωση του μέλους. Αν πρόκειται για αιμορραγία άνω άκρου, πιέζεται η αύλακα της βραχιονίου αρτηρίας μεταξύ του δικεφάλου και του τρικεφάλου μυός του βραχίονα. Έτσι, συμπιέζεται η βραχιόνιος αρτηρία επί του βραχιονίου οστού.
Αν πρόκειται για αιμορραγία κάτω άκρου, πιέζεται η μηροβουβωνική πτυχή. Έτσι, συμπιέζεται η μηριαία αρτηρία επί των οστών της πυέλου. Αυτό επιτυγχάνεται ως εξής: Στο ύψος του ομφαλού και στα πλάγια του προσθίου κοιλιακού τοιχώματος, ψηλαφάται μια οστέινη προεξοχή, η πρόσθια άνω λαγόνια άκανθα. Εκεί εφαρμόζονται τα δάκτυλα του χεριού του ατόμου που προσφέρει βοήθεια.
Με τεντωμένη την παλάμη, το χέρι στρέφεται προς την ηβική σύμφυση και η κόψη της παλάμης πλέον βρίσκεται στη μηροβουβωνική πτυχή, όπου ασκείται πίεση. Μάλιστα, μπορεί να ρίξει κανείς το βάρος του σώματος του πάνω στην παλάμη του, ώστε η άσκηση πίεσης να είναι αποδοτικότερη.
Μια άλλη δυνατότητα που υπάρχει για την αντιμετώπιση αρτηριακών αιμορραγιών των άκρων, είναι το ισχαιμικό δέσιμο του αιμορραγούντος μέλους με χρήση ενός αιμοστατικού κοχλία. Η συγκεκριμένη μέθοδος πρέπει γενικά να αποφεύγεται και να καταφεύγει κανείς σ’ αυτήν μόνο όταν οι άλλες προσπάθειες δεν έχουν αποδώσει ή υπάρχει μερικός ή ολικός ακρωτηριασμός του μέλους.
Όταν τελικά επιλέγεται η εφαρμογή της, ένα τμήμα επιδέσμου ή ένα κομμάτι υφάσματος που έχει σκισθεί σε λωρίδες, δένεται κεντρικά του τραύματος. Στο δέσιμο, παρεμβάλλεται ένα κομμάτι ξύλου ή κάποιου άλλου, ανθεκτικού σχετικά αντικειμένου, τα άκρα του οποίου περιστρέφονται και συσφίγγουν τον επίδεσμο, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένας κοχλίας.
Κάθε 15 λεπτά, χαλαρώνουμε τον επίδεσμο για ένα διάστημα ενός ή δύο λεπτών, ούτως ώστε να επιτρέπεται ροή αίματος προς τους ιστούς του μέλους και να αποφεύγεται η ίσχαιμη νέκρωση τους.
(από το βιβλίο του γεν. χειρουργού κ. Κων/νου Στρατή «Ιατρική Μέριμνα»)