ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΟΒΟΣ: «Οι ωραιότεροι αγώνες για τους λαούς δεν έγιναν ακόμη. Θα έρθουν!»

Με λόγο ώριμο και κατασταλαγμένο, απόψεις σταθερές και ολοκληρωμένες και με μία αξιοζήλευτη καλλιτεχνική πορεία, ο Βασίλης Κολοβός συγκαταλέγεται σήμερα αναμφίβολα στην κατηγορία των μεγάλων Ελλήνων ηθοποιών. Δεν είναι μόνο οι διακρίσεις που έχει αποσπάσει, το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού που επιδοκιμάζει κάθε του καλλιτεχνική εμφάνιση, οι μεγαλειώδεις ρόλοι που έχει ερμηνεύσει, αλλά πρωτίστως η φιλοσοφία και η γενικότερη στάση ζωής του που χρόνια τώρα παραμένει αταλάντευτη στις προκλήσεις των καιρών. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μοιράστηκε μαζί μας εμπειρίες από την πολυετή καλλιτεχνική του πορεία. Μας μίλησε για όλα εκείνα που τον προβληματίζουν, για τις συνεργασίες «σταθμούς» στη ζωή του και φυσικά… για τον αγαπημένο του Βάρναλη.

της Μαρίας Αλυφαντή

Στα 43 χρόνια συνεχούς παρουσίας του στα ελληνικά πολιτιστικά δρώμενα ο Βασίλης Κολοβός πήρε μέρος σε 90 θεατρικές παραστάσεις ερμηνεύοντας ρόλους από το κλασικό αλλά και από το σύγχρονο δραματολόγιο, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Έπαιξε επίσης σε δεκάδες τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές θεατρικές παραστάσεις, σκηνοθέτησε 8 θεατρικά έργα, έγραψε 6 μυθιστορήματα και έλαβε μέρος σε 15 κινηματογραφικές ταινίες, 12 τηλεοπτικά σήριαλ και πολλές μεταγλωτισμένες σειρές, κυρίως παιδικές. Η επιτυχημένη αυτή πορεία είχε ως αφετηρία της ένα μικρό ορεινό χωριό της Φθιώτιδας, το Πετρωτό, στην επαρχία Δομοκού. «Χρόνια δύσκολα αλλά και αξέχαστα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο ίδιος, χρόνια που οι άνθρωποι μπορούσαν να χαίρονται τον περίπατο, τον έρωτα, την ομορφιά της ζωής αλλά και να ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον.

Πως αποφασίσατε να γίνατε ηθοποιός;

Είδα για πρώτη φορά κινηματογράφο 15-16 χρονών. Μέχρι τότε δεν τον γνώριζα. Μου άρεσε πολύ, με γοήτευσε η εικόνα. Ξεκίνησα επίσης να βλέπω θέατρο και άρχισε να μου αρέσει και αυτό. Δεν το καταλάβαινα και πολύ βέβαια… ήμουν και χωριατόπαιδο. Δούλευα σε μπακάλικο αρχικά και σε οικοδομές αργότερα. Κάθε Σαββατοκύριακο έπαιρνα τα αδέλφια μου και πηγαίναμε να δούμε 2-3 ταινίες. Μία το Σάββατο το βράδυ και δύο την Κυριακή. Γνώρισα έναν φίλο μου που πήγαινε σε μία σχολή και που δουλεύαμε και μαζί. Μου πρότεινε να πάω να δουλέψω σε μία θεατρική παιδική παράσταση. Αυτός που είχε το θέατρο ενθουσιάστηκε μαζί μου και στη συνέχεια μου προσέφερε και μεγάλους ρόλους. Έτσι, μπήκε μέσα μου το μικρόβιο, αυτό που όταν μπει μέσα σου, μετά δεν βγαίνει. Όταν με ρωτάνε τί επαγγέλεσαι λέω: ηθοποιός, όχι συγγραφέας. Όταν μάλιστα πρόκειται να κάνω κάποια διάλεξη με προλογίζουν λέγοντας: «θα μιλήσει ο ηθοποιός και συγγραφέας Βασίλης Κολοβός». Εμένα όμως το «ηθοποιός» μου αρκεί.

Έχετε κάνει πάρα πολλά πράγματα. Εχετε γράψει βιβλία, αμέτρητες παραστάσεις στο θέατρο, εμφανίσεις στην τηλεόραση, συμμετοχές στον κινηματογράφο. Υπάρχει κάποια συνεργασία που θα θέλατε να κάνετε;

Έχω παίξει τον Κρέοντα στην Αντιγόνη, έναν από τους πέντε μεγάλους ρόλους του Αρχαίου Δράματος. Έχω επίσης κάνει τον παραγωγό στην Ηλέκτρα του Ευρυπίδη, έχω υποδυθεί τον Φιλόγονο στην Ερωφίλη, που είναι και ο βασικότερος ρόλος του κρητικού θεάτρου, έχω παίξει Σαίξπηρ και πολλούς ακόμη ρόλους. Θα ήθελα, εάν μπορούσα και επειδή έχω πλέον ωριμάσει, να κάνω τον Οιδίποδα επί Κολωνώ και τον βασιλιά Ληρ αλλά αυτό βέβαια δεν εξαρτάται από εμένα. Δεν είμαι παραγωγός και η δουλειά που κάνω είναι συνεταιρική με τα παιδιά, δεν μπορώ να είμαι αφεντικό και δεν νομίζω ότι κανείς θα βρεθεί να μου προσφέρει αυτόν τον ρόλο… Δεδομένου βέβαια ότι είναι πολλοί οι άνθρωποι που είναι ενσωματωμένοι στο σύστημα και θα ήθελαν επίσης να παίξουν αυτόν τον ρόλο.

Έχετε συνεργαστεί με πολύ σπουδαίους ηθοποιούς. Υπάρχει κάποιος που θυμάστε πολύ έντονα;

Η συνεργασία μου με την Καρέζη και τον Καζάκο ήταν καθοριστική. Βρήκα τους προσανατολισμούς μου στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» που παίξαμε. Η εμπειρία μου μαζί τους ήταν πραγματικά καταπληκτική. Με βοήθησε επίσης πολύ ο Θύμιος Καρακατσάνης γιατί είναι ο πρώτος που μου έδωσε να παίξω βασικό κωμικό ρόλο και μάλιστα στην αρχαία κωμωδία. Έκανα τον Σωκράτη στις Νεφέλες, έναν πάρα πολύ δύσκολο ρόλο και έλαβα πολύ καλές κριτικές από τον αστικό τύπο. Στον κινηματογράφο είχα επίσης μία πολύ καλή συνεργασία με τον Νίκο Κούνδουρο αλλά και με τον Τάσο Ψαρά που έκανα το «Εργοστάσιο», τον «Χρυσό Νοικοκύρη», το «Καραβάν σαράι», τον «Πρίγκηπα». Με τον Αγγελόπουλο κάναμε δύο ταινίες μαζί και μάλιστα η μία έμεινε στη μέση με τον άδικο χαμό του.

Τί άνθρωπος ήταν ο Αγγελόπουλος;

Ήταν ένας άνθρωπος του κινηματογράφου ο οποίος κοιμόταν και ξύπναγε με ένα πλάνο στο μυαλό του. Όταν ξεκινούσαμε μία ταινία, την έβλεπε να παίζεται. Δεν υπήρχε καν σενάριο. Ήταν ακριβοδίκαιος, λεπτολόγος, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του, ήταν ένας ποιητής του ανοικτού χώρου. Στα πλάνα του, τα οποία θα μείνουν και στην ιστορία, εντυπωσιάζει με πόση ευαισθησία πλησιάζει το πουλάκι, το δέντρο, το λουλούδι που ανθίζει και πώς τα εντάσσει αυτά στην ιστορία και στην ψυχοσύνθεση που βγάζει. Ήταν ένας πολύ σπουδαίος δημιουργός και πολύ καλός συνεργάτης με την έννοια ότι έπρεπε να είσαι και εσύ καλός. Είχε απαίτηση όταν πήγαινες στο γύρισμα να είσαι διαβασμένος, προετοιμασμένος, να θυμάσαι το ντύσιμό σου, τί φόραγες δηλαδή στο προηγούμενο μέρος της σκηνής παρότι είχε άνθρωπο ειδικό γι΄αυτό. Απαιτούσε δηλαδή από τον ηθοποιό να είναι σε εγρήγορση. Ηταν ατύχημα που χάθηκε γιατί θα μπορούσε να προσφέρει πολλά πράγματα ακόμη.

KOLOVOS 2

Υπάρχει κάτι που να θυμάστε πολύ έντονα από εκείνα τα πρώτα χρόνια που ξεκινούσατε την καριέρα σας;

Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Κατάγομαι από ένα ορεινό χωριό, το Πετρωτό, με έξι αδέλφια και ο πατέρας μου δεν είχε καν να μας ταϊσει. Στα 11 μου χρόνια έφυγα με έναν ντορβά, με ένα κομμάτι τυρί, λίγο ψωμί, δυό φανέλες και ένα ζευγάρι κάλτσες. Έτσι μπήκα στην βιοπάλη. Στα 15 μου πήρα μου και τον αδελφό μου μαζί. Στα 17 μου, πήρα και τον δεύτερο. Ήμουν 18 χρονών και μεγάλωνα δύο παιδιά. Αρχικά πήγα στη Λαμία και μετά στην Αθήνα. Περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια μεν, αλλά πάρα πολύ ωραία γιατί είχαμε κάποιες αρχές από το σπίτι, από τον πατέρα μου, τη μάνα μου και αυτό μας βοήθησε στο να σταθούμε όρθιοι. Είχαμε έναν προσανατολισμό στη ζωή μας. Ήταν δύσκολα χρόνια αλλά είχαν τη μοναδικότητά τους και από εκεί και πέρα όσο μεγαλώναμε, αγωνιστήκαμε, δουλεύαμε, φτιάξαμε τη ζωή μας, περάσαμε και καλά, περάσαμε και δυσκολίες. Εγώ έφτασα εδώ που έφτασα και ζω αξιοπρεπώς. Δούλεψα και τώρα εισπράττω, παρότι βέβαια μου τα παίρνουν πίσω, μου τα κλέβουν δηλαδή τα καινούρια αφεντικά. Έζησα βέβαια και με τις αγωνίες μου μέχρι να καθιερωθώ στο επάγγελμα. Επαιζα σε μπουλούκι, γύριζα από χωριό σε χωριό ώσπου κατέλειξα στο Τσίρκο και από εκεί και πέρα πήρα την πορεία μου

Υπάρχουν επαγγελματικές επιλογές που κάνατε στη ζωή σας και έχετε μετανοιώσει για αυτές;

Δύο – τρείς περιπτώσεις που τις έκανα από ανάγκη. Θυμάμαι είχα παίξει τον πρώτο ρόλο στους Ρόζενμπεργκ και μετά μου πρότειναν να παίξω σε μία φαρσοκομωδία και αρνήθηκα. Τότε, προκειμένου να δανειστώ χρήματα, πήγα στον αδελφό μου ως βοηθός υδραυλικού μολονότι είχα ξεκόψει από τις οικοδομές και είχα γίνει γνωστός. Γενικά δεν συμβιβάστηκα με τα πράγματα και μάλιστα έκανα και οικονομικές υποχωρήσεις προκειμένου να παίξω έναν καλό ρόλο.

«Η ιδεολογία μου έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο, ενώ αντίθετα αυτοί που μας κυβερνάνε σήμερα είναι εκπρόσωποι των συμφερόντων. Δεν  έχουν τον άνθρωπο στο επίκεντρο, αλλά το κέρδος».

Είστε ένας άνθρωπος που πάντα έλεγε την άποψή του, έντονα πολιτικοποιημένος, χωρίς να φοβάται τίποτα και κανέναν.

Είμαι από 12 χρονών είμαι στο μεροκάματο. Πήγαινα στο νυχτερινό σχολείο να μάθω γράμμματα. Και φαντάσου τί γράμματα μπορείς να μάθεις όταν δουλεύεις από τις 7 το πρωί έως τις 7 το βράδυ και μετά πας και στο σχολείο! Εγώ αυτή την αδικία δεν μπόρεσα να τη συγχωρέσω παρά το γεγονός ότι έχω 11500 ένσημα, 11500 ημέρες μεροκάματο. Έχω βέβαια φτιάξει τη ζωή μου και μπορώ πλέον να ζήσω, όμως αγωνιώ για τα παιδιά μου, για τα εγγόνια μου και για τα παιδιά όλου του κόσμου. Δεν μπορώ επειδή εγώ βολεύτηκα ή επειδή είχα ευκαιρίες να βολευτώ, να απαλλαγώ από τις ιδέες μου, από τις απόψεις μου. Θα ήμουν ανακόλουθος. Εγώ λοιπόν απέκτησα ταυτότητα στα 16 μου, και την κρατάω μέχρι σήμερα, μετά από 50 χρόνια. Είμαι αυτός που είμαι. Λέω τη γνώμη μου φανερά και σε όποιον αρέσει.

Πιστεύετε ότι αυτό είχε επιπτώσεις στη δουλειά σας;

Πολλές. Για παράδειγμα εγώ από το Εθνικό Θέατρο δεν πέρασα ποτέ. Μολονότι έπαιξα με το Ελεύθερο Θέατρο πρώτους ρόλους στην Επίδαυρο, στο Εθνικό δεν με φώναξαν ούτε μία φορά να παίξω έναν ρόλο και ο λόγος ήταν αυτός. Ακόμη και στα θέατρα που δούλευα, εάν δεν ήμουν επαγγελματίας, θα δυσκολευόμουν να βρω μεροκάματο. Εγώ όμως ποτέ δεν στερήθηκα το μεροκάματο γιατί η ιδεολογία μου ήταν ιδεολογία μου, τα δικαιώματά μου ήταν δικαιώματά μου αλλά και η δουλειά είναι δουλειά και εγώ είμαι επαγγελματίας.

Πώς βλέπετε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Είστε αισιόδοξος ότι θα αλλάξουν τα πράγματα;

Από τη φύση μου είμαι αισιόδοξος αλλά η αισιοδοξία πρέπει να συνδέεται και με την πραγματικότητα. Είμαι αισιόδοξος ότι κάποια στιγμή αυτός ο λαός θα συνέλθει διότι δεν μπορεί να ζει σε αυτή την αθλιότητα που τον έχουν ρίξει. Σήμερα ο λαός μας ζει άθλιες στιγμές. Έχουμε ενάμισι εκατομμύριο άνεργους μεταξύ των οποίων, το 60-70% είναι νέα παιδιά. Έχουμε πάνω από δύο εκατομμύρια που ζουν στα όρια της φτώχιας. Γέμισε η Αθήνα με άστεγους και δεν μιλάω για περιθωριακούς αλλά για ανθρώπους νοικοκυραίους που είχαν μία επιχείρηση που έκλεισε ή που είχαν μία δουλειά και απολήθηκαν στα 55 τους και θέλουν ακόμη 10 χρόνια να πάρουν σύνταξη. Δυστυχώς αυτή η αθλιότητα λοιπόν δεν δίνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Εγώ όμως πάντα πίστευα στη δύναμη του λαού. Οι άνθρωποι γεννήθηκαν για να είναι ευτυχισμένοι, να έχουν δικαιώματα, να έχουν δουλειά, να ερωτευτούν, να παντρευτούν, να κάνουν οικογένεια. Δεν γεννήθηκαν για να γίνουν νούμερα και να πεθάνουν. Δεν μπορεί να είναι νούμερα των τραπεζιτών. Ο άνθρωπος είναι μία οντότητα. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι πάντα στο επίκεντρο. Να γιατί εγώ είμαι πιστός στην ιδεολογία μου: γιατί η ιδεολογία μου έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο, ενώ αντίθετα αυτοί που μας κυβερνάνε σήμερα είναι εκπρόσωποι των συμφερόντων, δεν έχουν τον άνθρωπο στο επίκεντρο, αλλά το κέρδος.

Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών έδειξε μικρότερα ποσοστά αποχής. Πιστεύετε ότι αυτό είναι ενδεικτικό της διάθεσης του λαού να αλλάξει την ισχύουσα κατάσταση;

Ναι αλλά το θέμα είναι τί ακριβώς θέλει να αλλάξει. Και το πιο ανησυχητικό στην αποχή είναι ότι το 60% είναι νέα παιδιά. Πώς δηλαδή θα μπορέσουμε να αλλάξουμε και προς ποιά κατεύθυνση; Ο Βάρναλης το λέει καθαρά: «Με ευχές και παρακάλια δεν μπορείς να πάρεις τα δικαιώματά σου από τα τσακάλια». Πρέπει να πολεμήσεις και να κάνεις αγώνα. Όταν ξέρεις ποιός σε κλέβει, ξέρεις δηλαδή την αιτία, δεν μπορείς να κοροϊδεύεις τον κόσμο και να λες εγώ θα τα αλλάξω. Τί θα αλλάξεις; Αφού οι ίδιοι που διαχειρίζονταν το χρήμα εχθές θα το διαχειρίζονται και αύριο. Αυτοί που έπαιρναν τις τελικές αποφάσεις, θα τις παίρνουν και αύριο.

«Το φως που (πάντα) καίει»

Αγαπημένος ποιητής του Βασίλη Κολοβού είναι αναμφίβολα ο Κώστας Βάρναλης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι ο καταξιωμένος ηθοποιός έχει ήδη γράψει μία μελέτη γι΄αυτόν, έχει κάνει τουλάχιστον δέκα εκδηλώσεις αφιερωμένες στη ζωή και το έργο του, ενώ η πρόσφατη θεατρική του παράσταση «Το φως που (πάντα) καίει», είναι βασισμένη στο ομώνυμο έργο του μεγάλου μας ποιητή. Ο Βασίλης Κολοβός ως σκηνοθέτης και ηθοποιός στο εν λόγω έργο, το οποίο παρουσιάστηκε για δεύτερη χρονιά και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα, επιχειρεί με απόλυτο σεβασμό στο έργο του Βάρναλη να δείξει την αφοπλιστική διαχρονικότητά του. Μέσα από τα λόγια του Χριστού, του Προμηθέα και της Εξουσίας που συναντώνται επί σκηνής, ο θεατής εντυπωσιάζεται με το γεγονός ότι ένα έργο που γράφτηκε σχεδόν 90 χρόνια πριν, μπορεί να παραμένει τόσο επίκαιρο σα να γράφτηκε μόλις εχθές.

VASILIS KOLOVOS2

Το «πάντα» που προσθέσατε στον τίτλο έχει να κάνει με τη διαχρονικότητα του έργου;

Ακριβώς. Είναι ένα έργο που το διαβάζεις σήμερα και πραγματικά εντυπωσιάζεσαι με το μυαλό που είχε αυτός ο άνθρωπος να συλλάβει τα νοήματα λες και το έγραψε εχθές το βράδυ.

Θεωρείτε ότι τελικά επαναλαμβάνεται η ιστορία;

Με τραγικό τρόπο. Όσο οι οικονομικές σχέσεις παραμένουν οι ίδιες, η ιστορία θα επαναλάμβάνεται. Για παράδειγμα οι αιτίες που γέννησαν τον φασισμό είναι οι ίδιες με τις αιτίες που τροφοδοτούν σήμερα τον φασισμό στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: οι συγκρούσεις του κεφαλαίου, τα συσσωρευμένα κέρδη, η εξαθλίωση των λαών, οι πόλεμοι που γίνονται και οι μετανάστες που κατακλύζουν τις χώρες. Έρχονται στην επιφάνεια εθνικιστικά, ρατσιστικά συνθήματα τα οποία εκμεταλλεύτεαι με τη γνωστή δημαγωγία ο φασισμός, και έτσι έχουμε αυτή την άνοδό του με αποτέλεσμα όλοι σήμερα να προβληματίζονται. Δυστυχώς όμως προβληματίζονται για το πώς θα τον αντιμετωπίσουν και όχι για το πως θα τον ξεριζώσουν, για το πώς δηλαδή θα χτυπήσουν τις αιτίες που τον δυναμώνουν καθημερινά.

Μετά την πολύ επιτυχημένη της πορεία στην Ελλάδα, η θεατρική παράσταση «Το φως που (πάντα) καίει» παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες με πολύ μεγάλη επιτυχία στον Ελληνισμό της Αυστραλίας. Η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Ν.Ν.Ο. και το Ελληνικό Φεστιβάλ, μαζί με την Ελληνική Κοινότητα της Μελβούρνης, πρόσφεραν τη δυνατότητα στην Ομογένεια να απολαύσει το έργο σε τρείς μοναδικές παραστάσεις, στο Σίδνεϋ και στη Μελβούρνη.

Έχετε πάει ήδη αρκετές φορές στο εξωτερικό. Πιστεύετε ότι οι Έλληνες του εξωτερικού είναι αυτό που λέμε περισσότερο πατριώτες από τους εν Ελλάδι Έλληνες;

Δεν θα έλεγα ότι είναι περισσότερο πατριώτες. Είναι όμως περισσότερο πιστοί στα ήθη, έθιμα και στις αξίες που είχαν την εποχή που έφυγαν. Μην ξεχνάμε ότι την εποχή που πήγαν στην Αυστραλία ένα μεγάλο ποσοστό αυτών, ήταν άνθρωποι που πολέμησαν τον φασισμό και του αντιστάθηκαν. Αυτά τα μετέφεραν μαζί τους. Στο Σίδνευ που έχω επισκεφτεί στο παρελθόν με εντυπωσίασε η φιλοξενία, η καθαρότητα των σχέσεων η φιλία μεταξύ τους αλλά και η διάθεση να προσφέρουν. Αυτά είναι πολύ σημαντικά πράγματα. Η φιλοξενία αυτών των ανθρώπων μου θυμίζει τη φιλοξενία του ΄50 και του ΄60 στο χωριό μου. Μου θυμίζει το πώς σεβόμασταν τότε τον ξένο άνθρωπο που ερχόταν στο χωριό μας. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος ξένος, σχηματίζονταν ουρές στο καφενείο από ανθρώπους που ήθελαν να τον πάρουν σπίτι τους και να του κάνουν το τραπέζι.

Ποιά είναι τα άμεσα επαγγελματικά σας σχέδια;

Θα συνεχίσουμε μέσα στον Οκτώβρη και Νοέμβρη τις παραστάσεις ανά την Ελλάδα, όπου εκτός από το έργο του Βάρναλη «Το φως που καίει» θα ανεβάσουμε και ένα ακόμη καινούριο έργο.

Ποιό είναι το μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε στους απανταχού Έλληνες;

Να κρατήσουν καλά μέσα τους και να μεταδώσουν και στα παιδιά τους την Ελλάδα. Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι γιατί ο αγώνας για ένα καλύτερο αύριο συνεχίζεται. Έχω μάλιστα την αίσθηση ότι οι ωραιότεροι αγώνες για τους λαούς δεν έγιναν ακόμη. Θα έρθουν.

Ευχαριστώ πολύ.

Αξίζει να αναφερθεί ότι το μυθιστόρημα του Βασίλη Κολοβού «Θυμάσαι, πατέρα;» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, επιλέχθηκε το 1998 να είναι για τέσσερα χρόνια η βασική διδακτέα ύλη στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, , μαζί με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, την «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη και τη «Σαρκοφάγο» του Ιωάννου. Ο Βασίλης Κολοβός διετέλεσε για πέντε χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ των Βράχων στο Βύρωνα. Ασχολήθηκε με τα συνδικαλιστικά και πνευματικά προβλήματα των ηθοποιών και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας, Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών ενώ για 16 χρόνια υπήρξε Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος – Ακροάματος (ΠΟΘΑ). Από το 1964, μέχρι και σήμερα, ασχολείται με το εργατικό και μαζικό λαϊκό κίνημα ενώ παράλληλα είναι δάσκαλος υποκριτικής σε δραματικές σχολές.