Η σημερινή συζήτηση στη Βουλή έχει ιστορική σημασία για το μέλλον της οικονομίας του Τόπου. Έχει πολύ περισσότερη σημασία όμως για την ίδια τη ζωή του λαού, όχι για τα χρόνια, αλλά για τις δεκαετίες που θα έρθουν. Έχει μεγάλη σημασία λοιπόν να κάνουμε ψύχραιμη, διαλεκτική και τεκμηριωμένη συζήτηση. Απαλλαγμένοι από αγκυλώσεις και φοβίες. Δίχως αυτοεγκλωβισμό σε εκβιαστικά διλήμματα και αφορισμούς.
Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Κυπριακή οικονομία μετά από τις αποφάσεις του Eurogroup και του κ. Αναστασιάδη στις 15 και 25 του Μάρτη είναι τραγική. Δεν είναι πρόθεση μου να αναλωθώ σε παιχνίδι επίρριψης ευθυνών μεταξύ μας. Πρωτίστως γιατί θεωρώ ότι μια τέτοια συζήτηση δεν πρόκειται να επιλύσει τα προβλήματα της κυπριακής οικονομίας. Δευτερευόντως γιατί θεωρώ ότι τα προβλήματα μας πηγάζουν σε μεγάλο μέρος τους από αποφάσεις και πολιτικές επιλογές που λαμβάνονται από αλλού. Δεν υπαινίσσομαι ότι εμείς δεν κάναμε λάθη, διαχρονικά. Ούτε ότι δεν έχουμε καμία απολύτως ευθύνη για τις εξελίξεις. Και λάθη έγιναν και ευθύνες έχουμε. Δεν είναι όμως νοητό να αυτομαστιγωνόμαστε λες και μόνο ο τρόπος ζωής μας ευθύνεται για την κατάσταση της οικονομίας μας. Πρόκειται για πολύ απλοϊκή ανάγνωση των εξελίξεων, αδύνατη να εξηγήσει τα όσα βιώνουμε σήμερα.
Σήμερα βιώνουμε τα αποτελέσματα πολιτικών που εφαρμόστηκαν παγκόσμια και πανευρωπαϊκά. Αυτό που χρειάζεται κατά την άποψη μας να κάνουμε, είναι να συζητήσουμε και να αναλύσουμε ψύχραιμα και δημιουργικά ποιοι είναι οι οικονομικοί σχεδιασμοί που γίνονται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Να διαγνώσουμε που οδηγούν αυτές οι πολιτικές. Να αναλύσουμε αντικειμενικά τι προνοεί το Μνημόνιο και πως η εφαρμογή του επηρεάζει την κυπριακή οικονομία και κοινωνία. Να εξετάσουμε κατά πόσο η υλοποίηση του θα μας δώσει ελπίδα και προοπτική.
Την ίδια στιγμή πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο υπάρχει εναλλακτική επιλογή. Ποια είναι αυτή; Πόσο εφικτή είναι; Πώς θα επηρεάσει την οικονομία του Τόπου και τη ζωή του κόσμου; Θα έχει τις όποιες άλλες παρενέργειες; Ποια ελπίδα και προοπτική θα μας δώσει;
Η δε συνταγή της τραπεζικής ένωσης που προτείνεται για την επούλωση των πληγών που δημιουργεί η κατάρρευση διαφόρων τραπεζών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο σωτήρια δεν θα αποδειχθεί, τουλάχιστον για την Κύπρο. Η φιλοσοφία της είναι ξεκάθαρη και δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία πως η απονεύρωση του τραπεζικού συστήματος για την επόμενη πενταετία σημαίνει, τουλάχιστον, και την περαιτέρω εμβάθυνση της κρίσης, προς όφελος των ισχυρών.
Σήμερα ζούμε ένα πρωτόγνωρο οικονομικό πόλεμο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ποια προοπτική θα έχει η Κύπρος υπαγόμενη σε ένα Μνημόνιο; Ορισμένοι καλοπροαίρετα και πολλοί άλλοι κακοπροαίρετα διερωτήθηκαν και ακόμα διερωτούνται: τώρα τα ανακάλυψε όλα αυτά το ΑΚΕΛ; Μήπως δεν ήταν ο Δ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ που έφεραν την Τρόικα; Εύλογο το ερώτημα. Τον Νιόβρη, με την κατ΄αρχήν συμφωνία θα κάναμε μια επώδυνη προσπάθεια να διασώσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία. Σήμερα, μετά την 25η Μαρτίου, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δέχτηκε πλήγμα ανεπανόρθωτο και οι όροι του Μνημονίου Αναστασιάδη – Eurogroup δεν είναι όροι διάσωσης αλλά όροι διάλυσης της οικονομίας και της κοινωνίας της Κύπρου.
Από την άλλη, όσοι σήμερα αναφέρουν ως επιχείρημα πως ήταν ο Δ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ που έφεραν την Τρόικα ευχόμενοι «να πάει στον αγύριστο η Τρόικα, εμείς ήμασταν πάντα εναντίον» είναι αυτοί οι ίδιοι που όταν ο Δ. Χριστόφιας προσπαθούσε να εξασφαλίσει διακρατικό δάνειο, τον κατηγορούσαν ότι «αλληθωρίζει» και «προσβάλλει» τους «ευρωπαίους εταίρους μας» γιατί δεν απευθύνεται κατευθείαν κοντά τους για βοήθεια.
Μέχρι προχθές ακόμα ο Υπουργός Οικονομικών επέρριψε ξανά ευθύνες για τους επώδυνους όρους του Μνημονίου στην Κυβέρνηση Χριστόφια γιατί δήθεν δεν έλαβε έγκαιρα αποφάσεις. Είμαστε υποχρεωμένοι, όχι να υπερασπιστούμε στοιχειωδώς τις δικές μας απόψεις, αλλά να υπερασπιστούμε την ίδια την αλήθεια. Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι μέτρα λήφθηκαν πολλά. Γνωρίζουμε ότι το Μνημόνιο δεν υπογράφηκε νωρίτερα επειδή οι εκτός Κύπρου δεν ήθελαν να γίνει κάτι τέτοιο.
Ως ΑΚΕΛ γνωρίζαμε πολύ καλά τι είναι Μηχανισμός Στήριξης και Τρόικα. Δεν είχαμε ούτε ψευδαισθήσεις, ούτε αυταπάτες. Οδηγηθήκαμε εκεί γιατί είχαν εξαντληθεί τα περιθώρια διάσωσης της Λαϊκής Τράπεζας, για την οποία ο νυν είχε απειλήσει μέχρι και με ποινικές ευθύνες τον τέως Πρόεδρο. Σήμερα όμως το διακύβευμα είναι άλλο. Σήμερα δε συζητάμε τη διάσωση της κυπριακής οικονομίας. Συζητάμε τη διάσωση της χώρας από ένα Μνημόνιο, το οποίο όπως τελικά διαμορφώθηκε απειλεί το μέλλον μας. Στο δρόμο για να μετατραπεί η κατ΄αρχήν Συμφωνία του Δ. Χριστόφια σε Μνημόνιο της Κυβέρνησης Αναστασιάδη, προστέθηκαν τόσα ανυπόφορα μέτρα για την οικονομία και την κοινωνία, που διαφοροποιούν τη βάση της συζήτησης.
Τον Νιόβρη συζητούσαμε οργανωμένη εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος σε βάθος μερικών χρόνων. Σήμερα οι πρόνοιες για την «εξυγίανση» του τραπεζικού συστήματος που εφαρμόστηκαν μέσα σε μια νύχτα του προκάλεσαν τεράστια και ανεπανόρθωτη ζημιά. Στο κείμενο του Νιόβρη προβλεπόταν ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με χρηματοδότηση από το Μηχανισμό, σήμερα γίνεται με εγχώριους πόρους. Σήμερα στη Συμφωνία προβλέπονται επιπλέον μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις. Προβλέπονται, ανάμεσα σε άλλα, η μόνιμη αύξηση του εταιρικού φόρου, η αύξηση της φορολογίας επί των τόκων από το 15% στο 30%, καθώς και η έναρξη διαδικασιών για σχεδιασμό ιδιωτικοποιήσεων με ειδική αναφορά στην ΑΤΗΚ, την ΑΗΚ και την Αρχή Λιμένων.
Όλα αυτά τα σημεία δεν αποτελούσαν μόνο «ιδεολογικές αγκυλώσεις» του Δ. Χριστόφια και του ΑΚΕΛ, όπως κάποιοι προσπαθούν να πουν σήμερα. Όλα αυτά είναι σημεία που ο κ. Αναστασιάδης προτού εκλεγεί Πρόεδρος τα είχε απορρίψει με έντονο τρόπο στην προεκλογική του εκστρατεία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η τελική συμφωνία Αναστασιάδη – Eurogroup θα οδηγήσει σε απονεύρωση του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η απουσία ρευστότητας σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων θα οδηγήσει σε πιστωτική ασφυξία την οικονομία.
Θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Γνωρίζουμε ότι εδώ που έχει φτάσει η οικονομία μας δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η όποια εναλλακτική επιλογή θα είναι επίσης οδυνηρή.
Το γνωρίζουμε ότι πιθανή έξοδος από το Ευρώ θα είναι επίσης επώδυνη επιλογή. Ωστόσο η επαναφορά εγχώριου νομίσματος θα μπορούσε να δώσει την προοπτική και τη δυνατότητα ανάπτυξης στο μέλλον, στη βάση ενός νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης.