Το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων (PSI), η «υπόσκαψη» του τραπεζικού συστήματος από την προηγούμενη Κυβέρνηση, η μη λήψη έγκαιρα δημοσιονομικών μέτρων και η πώληση των ελληνικών εργασιών στην Τράπεζα Πειραιώς κατάφεραν καίριο πλήγμα στην Τράπεζα Κύπρου και την οικονομία του τόπου κατ’ επέκταση, δήλωσε σήμερα ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την οικονομία ο Ανδρέας Αρτέμη, πρώην Πρόεδρος του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου.
Ο κ. Αρτέμη χαρακτήρισε καταστροφικό πλήγμα για την Τράπεζα την καταναγκαστική πώληση των εργασιών της στην Ελλάδα, λέγοντας ότι το ΔΣ επέμενε έντονα ότι θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε μετατροπή της παρουσίας μας σε θυγατρική ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος από τυχόν έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και στη συνέχεια να αποφασισθεί το μέλλον της.
Ο κ. Αρτέμη, ο οποίος κατέθεσε έγγραφο-τεκμήριο ενώπιον της Επιτροπής, επέρριψε ευθύνες στους εσωτερικούς ελεγκτές της Τράπεζας αλλά και στην Κεντρική Τράπεζα για το γεγονός ότι το ΔΣ δεν γνώριζε το ύψος των ελληνικών ομολόγων που κατείχε η Τράπεζα Κύπρου και ότι αυτό έγινε γνωστό μόνο όταν λήφθηκε η πρώτη απόφαση για κούρεμα τον Ιούνιο του 2011.
Σε άλλο σημείο, ο κ. Αρτέμη είπε για τα ελληνικά ομόλογα ότι ενδεχομένως τώρα όλοι να κρίνουμε εκ των υστέρων και ότι εκείνη την εποχή κανείς δεν προέβλεπε ότι ένα ευρωπαϊκό κράτος θα αθετούσε τις υποχρεώσεις του προς τους ιδιώτες επενδυτές. Είπε ακόμη ότι το 2010 έγινε stress test από την ευρωπαϊκή τραπεζική Αρχή που υπολόγισε τη ζημιά σε 77 εκ. και όχι 1,8 δις που ήταν τελικά, διερωτώμενος πώς μπορούσε να προβλέψει κάτι τέτοιο ένα Διοικητικό Συμβούλιο όταν η ίδια η ευρωπαϊκή τραπεζική Αρχή δεν μπορούσε να προβλέψει την απομείωση του χρέους.
Σε ερώτηση γιατί δεν λήφθηκε υπόψη επιστολή της ΚΤ το Μάρτιο του 2010 για την επικινδυνότητα επενδύσεων σε ομόλογα, ο κ. Αρτέμη είπε ότι η Κεντρική Τράπεζα θα έπρεπε να ενημερώσει και το ΔΣ της τράπεζας σχετικά με επιστολή της, από τη στιγμή που δεν είχε λάβει την όποια ανταπόκριση από τους εκτελεστικούς διευθυντές. Διευκρίνισε ότι αφού δεν υπήρχαν εκτελεστικοί στο Διοικητικό Συμβούλιο, αυτό ενημερωνόταν από τους εσωτερικούς μηχανισμούς και τους ελεγκτές οι οποίοι είπε, και θα έπρεπε να «κτυπήσουν καμπανάκι» στο ΔΣ για το θέμα των ελληνικών ομολόγων.
Ανέφερε σε άλλο σημείο ότι οι αγορές των ομολόγων θα έπρεπε να είχαν έρθει στο ΔΣ για συζήτηση, λέγοντας ότι η παραίτηση Ηλιάδη το 2012 δεν είναι άσχετη με αυτό.
Ανέφερε επίσης ότι το τελειωτικό πλήγμα για την Τράπεζα ήταν η απόφαση που υιοθετήθηκε από το Eurogroup στις 25 Μαρτίου για συγχώνευση της καλής Λαϊκής με την Τράπεζα Κύπρου. Η πρόταση για αυτή τη λύση, με βάση τις αναφορές Αρτέμη, παρουσιάστηκε από τον Διοικητή της ΚΤ μέσω εγγράφου της Alvarez&Marsal (A&M) το οποίο και κατατέθηκε σε σύσκεψη στο Προεδρικό στις 23/3 πριν τη μετάβαση του Προέδρου Αναστασιάδη στις Βρυξέλλες.
Σύμφωνα με τον κ. Αρτέμη, στη σύσκεψη στην οποία παρών ήταν και το ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου, κατατέθηκε το έγγραφο αυτό το οποίο «περιέγραφε το σχέδιο το οποίο και τελικά υποβλήθηκε: την πώληση των ελληνικών παραρτημάτων των δύο τραπεζών, την ‘κρατικοποίηση’ της Τράπεζας Κύπρου και τη μεταφορά των εργασιών της Λαϊκής στην Τράπεζα μαζί με τις υποχρεώσεις της προς τον ΕLA και τους ασφαλισμένους καταθέτες της καθώς και κάποιων στοιχείων ενεργητικού».
Ο πρώην Πρόεδρος της Τράπεζας ανέφερε ακόμη ενώπιον της Επιτροπής, ότι την επομένη της σύσκεψης είχε συνάντηση με τον Διοικητή, παρουσία των μελών του ΔΣ και εκεί του ανέπτυξε τα επιχειρήματά του γιατί δεν θα έπρεπε να προχωρήσει η μεταβίβαση της καλής Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου.
Ο κ. Αρτέμη είπε ότι πραγματικός στόχος του σχεδίου της εξυγίανσης δεν ήταν άλλος από τη χρησιμοποίηση της Τράπεζας Κύπρου ως όχημα γα να αναλάβει τα βάρη μια άλλης τράπεζας, η οποία θα οδηγείτο σε εκκαθάριση και κυρίως η απαλλαγή, όπως είπε, της Κεντρικής Τράπεζας από τις υποχρεώσεις της ύψους 9,5 δις ευρώ προς τον ELA.
Στις αναφορές του ο κ. Αρτέμη είπε ότι κύρια πηγή ζημιών για τις τράπεζες ήταν η έντονη και συνεχής πολεμική, όπως την χαρακτήρισε, που κήρυξε η προηγούμενη Κυβέρνηση εναντίον του τραπεζικού συστήματος που οδήγησε σε απώλεια της εμπιστοσύνης των καταθετών και στη φυγή καταθέσεων. Έκανε επίσης λόγο για άρνηση της τότε Κυβέρνησης να προχωρήσει άμεσα στη λήψη δημοσιονομικών μέτρων κάτι που οδήγησε σε βαθιά ύφεση την αγορά.
Για την Uniastrum, o κ. Αρτέμη είπε ότι η αγορά της στοίχισε τελικά 371 εκατομμύρια και όχι 565 εκ. και ότι το ποσό αυτό που δημοσιοποιήθηκε ήταν τελικά σε δολάρια και όχι σε ευρώ. Επιπλέον η χρηματοδότησή της από τη μητρική Τράπεζα Κύπρου ανερχόταν στα 300 εκατομμύρια.
Παραδέχτηκε ότι η αγορά ήταν τελικά τρεις φορές η αξία του ενεργητικού της, ωστόσο ανέφερε ότι και άλλες μεγάλες τράπεζας όπως η Barclays προέβη σε αγορές 4 φορές μεγαλύτερες από το ενεργητικό της. Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση από την Κύπρου, ο κ. Αρτέμη είπε ότι ενώ όταν αγοράστηκε οι καταθέσεις ήταν περισσότερες από τα δάνεια, στη συνέχεια με την εξαγορά το 2008 ακολούθησε η υποβάθμιση της οικονομίας μας και αυτό κατ’ επέκταση επηρέασε τη ρωσική τράπεζα και τους καταθέτες που έφευγαν τα κεφάλαιά τους.
Ο κ. Αρτέμη ρωτήθηκε για τις διαγραφές χρεών οργανισμών, κομμάτων και πολιτικών προσώπων και ανέφερε ότι γνωρίζει για διαγραφή υπολοίπου χρέους πέριξ των 2 εκ από την εταιρεία Tamasos Hotels που συνδέεται με το ΑΚΕΛ. Εξήγησε ότι η πάγια τακτική είναι ότι εξαντλούνται όλα τα περιθώρια για ανάκτηση των ποσών και στη συνέχεια όταν δεν υπάρχουν εξασφαλίσεις, γίνονται διαγραφές.
Σε ερώτηση του Προέδρου της Επιτροπής για διαγραφή χρεών της εταιρείας Cycan Industries στην οποία ιθύνων εμφανίζεται ο Αχιλλέας Κυπριανού και για την εταιρεία Αtrotos Ltd του Βουλευτή Σωτήρη Σαμψών, ο κ. Αρτέμη είπε ότι δεν θυμάται τις υποθέσεις μια-μια και αν υπήρχαν εγγυητές αλλά θα μπορούσε να ζητήσει στοιχεία από την Τράπεζα. Εξήγησε δε ότι όλες έπαιρναν το δρόμο τους όταν και εφόσον εξαντλούνταν όλα τα περιθώρια.
Για την πρόσληψη της συζύγου του ΓΓ του ΑΚΕΛ Άντρου Κυπριανού στο Συγκρότημα, ο κ. Αρτέμη είπε ότι το ΔΣ δεν εμπλέκεται σε προσλήψεις και προαγωγές και ότι δεν είναι ενήμερος του συγκεκριμένου γεγονότος.
Σε άλλη ερώτηση για παραχώρηση μπόνους στον Χαρίλαο Σταυράκη, ο κ. Αρτέμη είπε ότι ουδέποτε ο κ. Σταυράκης πήρε 1 εκ ευρώ από την Τράπεζα Κύπρου και ότι το φιλοδώρημά του ήταν 500,000 και το έλαβε λόγω ευδόκιμης υπηρεσίας όταν αποχωρούσε από την Τράπεζα. Εξήγησε ότι τέθηκε στο ΔΣ η άποψη ότι παραιτείτο για να αναλάβει ένα πολιτειακό αξίωμα και υπήρξε και ο παραλληλισμός ότι και στην Δημόσια Υπηρεσία παραχωρείται μπόνους όταν οι υπάλληλοι παραιτούνται για δημόσιο αξίωμα.
Ο Ανδρέας Αρτέμη υπηρέτησε ως μέλος του ΔΣ από το 2000 ως το Μάρτιο του 2013. Ανέλαβε αντιπρόεδρος το Μάϊο του 2005 και από τον Αύγουστο του 2012 πρόεδρος του Συμβουλίου. Παραιτήθηκε το Μάρτιο του 2013 όταν η ΚΤ έθεσε την Τράπεζα Κύπρου σε καθεστώς εξυγίανσης και διόρισε ειδικό διαχειριστή.