Κύκλωμα παράνομης διακίνησης μεταναστών είχαν συστήσει δύο συνταξιούχοι ναυτικοί με τη συμμετοχή ενός απόστρατου αξιωματικού του λιμενικού, ενός αρχιφύλακα και μίας τραπεζικής υπαλλήλου, ενώ σε βάρος τους ασκήθηκαν διώξεις και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος για τη νομιμοποίηση των υψηλών χρηματικών ποσών που εισέπρατταν μέσω της διακίνησης.
Επίσης στο πλαίσιο των ερευνών συνελήφθη και ανώτερος Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, για μη συναφή υπόθεση, σε βάρος του οποίου σχηματίσθηκε αυτοτελής δικογραφία για υπεξαγωγή εγγράφων, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και παράβαση καθήκοντος.
Ειδικότερα, από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από εξειδικευμένη και ενδελεχή διερεύνηση, σχηματίστηκε ποινική δικογραφία στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας και συνελήφθησαν δύο ημεδαποί 67 και 52 ετών, συνταξιούχοι ναυτικοί, 42χρονη ημεδαπή – τραπεζική υπάλληλος, 50χρονος Αρχιφύλακας, που υπηρετεί σε Υπηρεσία της Αττικής και 50χρονος ημεδαπός – απόστρατος Αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων διενεργούσε έρευνα επί οκτώ μήνες για τη δράση εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας εμπλέκονταν συστηματικά στη διακίνηση μη νόμιμων μεταναστών
Το κύκλωμα διευκόλυνε την είσοδο στην χώρα μεγάλου αριθμού παράτυπων μεταναστών από την Τουρκία, με σκάφη μέσω θαλάσσης και στη συνέχεια τους διακινούσαν οδικώς, με λεωφορεία και επικαθήμενα φορτηγά μεταφοράς εμπορευμάτων, προς διαφόρους προορισμούς – περιοχές της χώρας, αλλά και προς άλλες Χώρες της Ευρώπης (Ιταλία).
Για κάθε μη νόμιμο μετανάστη η εγκληματική οργάνωση λάμβανε ως αμοιβή το ποσό των 2.000 – 3.000 ευρώ. Όπως προέκυψε, τα μέλη του κυκλώματος είχαν αποκομίσει υψηλά χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από τη συστηματική παράνομη δραστηριότητά τους, τα οποία στη συνέχεια νομιμοποιούσαν μέσω διαδικασιών «ξεπλύματος μαύρου χρήματος».