Ο πρώην Πρόεδρος της Τράπεζας Θεόδωρος Αριστοδήμου σε κατάθεση του σήμερα ενώπιον της ερευνητικής επιτροπής αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην έκθεση της Alvarez&Marsal , στα ελληνικά ομόλογα και στο κούρεμα καθώς και αιχμές κατά του Αθανάσιου Ορφανίδη.
Επιπλέον Ο κ. Αριστοδήμου αναφέρθηκε σε 10 εσωτερικούς και 5 εξωτερικούς παράγοντες στους οποίους οφείλεται η σημερινή καταστροφική πορεία.
Οι εσωτερικοί παράγοντες, σύμφωνα με τον κ. Αριστοδήμου, ήταν το σπάταλο κράτος και η απροθυμία των εκάστοτε Κυβερνήσεων να λάβουν μέτρα, η διαχρονική υπονόμευση των θεσμών και των αξιών σε όλα τα επίπεδα της κυπριακής πολιτείας, την κακή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική διακυβέρνηση την πενταετία 2008-2013, τη μεγάλη καθυστέρηση της Κυβέρνησης το 2012 να αποταθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, την αδικαιολόγητη, επιζήμια και καταστροφική πολυετή αντιπαράθεση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης με τον τέως Διοικητή της ΚΤ Αθανάσιο Ορφανίδη, την τραγική αποδοχή από τον πρώην Πρόεδρο Χριστόφια του κουρέματος του ελληνικού χρέους, χωρίς να ζητήσει βοήθεια από την ΕΕ για τις κυπριακές τράπεζες που υπέστησαν ζημιά πέραν των 4,5 δισ. ευρώ, τις δυσφημιστικές και ακατανόητες αναφορές του Προέδρου Χριστόφια και της Κυβέρνησης, εντός και εκτός Κύπρου, κατά των τραπεζών, τους κακούς χειρισμούς στο θέμα της ανάθεσης του διαγνωστικού ελέγχου από τη Pimco, τα μεγάλα ανοίγματα της Λαϊκής Τράπεζας και την εκ των υστέρων διαφαινόμενη λανθασμένη επέκταση στο εξωτερικό των τραπεζών και την επένδυση σε ελληνικά ομόλογα.
Στους εξωτερικούς παράγοντες, ο κ. Αριστοδήμου περιλαμβάνει τη διεθνή οικονομική κρίση που άρχισε το 2008, την κρίση χρέους της Ελλάδας και τις σχετικές αποφάσεις του Γιούρογκρουπ, τη σκοπιμότητα της Γερμανίας και άλλων να διαλύσουν το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, λόγω των επενδύσεων που προσέλκυσε από τη Ρωσία και άλλες χώρες αλλά πιθανόν και για άλλους σημαντικούς λόγους, τη λανθασμένη πολιτική της ΕΚΤ να χορηγεί συνεχώς ρευστότητα στη Λαϊκή από τον ELA και τις τραγικές αποφάσεις του Γιούρογκρουπ τον Μάρτιο του 2013 για την Κύπρο.
Σε σχέση με την έκθεση της Alvarez & Marsal, ο κ. Αριστοδήμου είπε ότι “εμείς διατηρούμε προσωπικά πολλές επιφυλάξεις για την έκθεση” και ότι “προκαλούνται πολλά ερωτηματικά” για την έκθεση, προσθέτοντας ότι η Τράπεζα Κύπρου “κατέστη ένα θύμα της όλης εξέλιξης των πραγμάτων”, καθώς ήταν σε πολύ καλή θέση μέχρι το 2012 και οι δείκτες της ήταν πολύ καλοί.
Αναφερόμενος στα Ελληνικά ομόλογα ανέφερε ότι σειρά προσωπικών επισκέψεων τόσο πριν την απομείωση των ελληνικών ομολόγων τον Ιούλιο του 2011 όσο και μετά την απομείωση, με αρμόδιους Υπουργούς της προηγούμενης κυπριακής Κυβέρνησης και με πολιτικά πρόσωπα και κόμματα της Κύπρου, ακόμη και με τον πρώην Υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας Ευάγγελο Βενιζέλο, στους οποίους εξέφραζαν εισηγήσεις αλλά και ανησυχίες για το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και ζητούσαν τη λήψη μέτρων, χωρίς, ωστόσο, αποτέλεσμα, είχαν μέλη του πρώην ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου.
Μέχρι και το τέλος Μαρτίου υπήρχαν, εκτός από δηλώσεις του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Αθανάσιου Ορφανίδη, “και άλλες δηλώσεις από αξιωματούχους, μέχρι και διαλέξεις στις οποίες κανείς δεν έλεγε ότι υπήρχε κίνδυνος να γίνει απομείωση των ομολόγων της Ελλάδας”, που έγινε τελικά στις 21 Ιουλίου του 2011.
Σύμφωνα με τον κ. Αριστοδήμου, ο κ. Παπαδήμος είπε ότι “δεν υπάρχει τέτοιο θέμα” και ότι η ΕΕ δεν θα αφήσει την Ελλάδα να καταρρεύσει, ενώ μετά από περίπου 20 ημέρες, όπως είπε ο πρώην Πρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου, είδαμε την απόφαση του Γιούρογκρουπ για την απομείωση.
“Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε – ίσως αυτό να ήταν το λάθος μας – ότι το Γιούρογκρουπ θα έπαιρνε μια τέτοια απόφαση πολιτική για απομείωση κρατικών ομολόγων, τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδινε διαφορετικές κατευθύνσεις”, σημείωσε.
Σε σχέση με την εξαγορά της ρωσικής τράπεζας Uniastrum είπε ότι έγιναν διάφορες έρευνες και μελέτες τόσο από ομάδα εκτελεστικών της Τράπεζας, όσο και από τους συμβούλους, JP Morgan, όσο και από ανεξάρτητους δικηγόρους και εσωτερικούς ελεγκτές προτού παρθεί η τελική απόφαση του ΔΣ, η οποία ήταν ομόφωνη.
Ερωτηθείς αν μετά την 2η απομείωση των ελληνικών ομολόγων από 72% μέχρι 80% η κυπριακή Κυβέρνηση ζήτησε να έρθει σε επαφή για αντιμετώπιση του θέματος, ο κ. Αριστοδήμου απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι “δεν υπήρχε η στήριξη από κυπριακή Κυβέρνηση” λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ελλαδικές τράπεζες που κατείχαν γύρω στα 50 δισ. ελληνικά κρατικά ομόλογα είχαν καταφέρει τότε, δια παρεμβάσεως της ελληνικής Κυβέρνησης, να πάρουν ειδικά προνόμια” για την έκθεση τους στα ελληνικά ομόλογα.
“Για μας δεν υπήρχε τίποτε”, σημείωσε.
Ανέφερε ότι ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέας Ηλιάδης είχε επαφές και τον πληροφορούσε ότι είχε συναντήσει κατ΄ επανάληψη τους αρμόδιους Υπουργούς για το θέμα της απομείωσης.
“Τις ανησυχίες μας τις εκφράσαμε πολλές φορές με προσωπικές επισκέψεις και στην Κυβέρνηση και σε πολιτικά πρόσωπα και κόμματα”, πρόσθεσε.
Ανέφερε επίσης ότι και ο ίδιος είχε επισκεφθεί τον Διευθυντή του Γραφείου του πρώην Προέδρου μετά την 1η απομείωση των ελληνικών ομολόγων και του ανέφερε τους “φόβους και τους κινδύνους που έβλεπα” και ότι ελπίζει να μην συνεχιστεί “οποιαδήποτε νέα απομειωση” γιατί η Τράπεζα, αν και είναι ισχυρή θα μπορέσει να αντέξει απομείωση μέχρι το 50% της αξίας των ελληνικών ομολόγων που κατείχε η Τράπεζα.
Αναφέροντας ότι δεν πίστευε το ΔΣ πριν την απομείωση πως θα γίνει κάτι τέτοιο, ο κ. Αριστοδήμου είπε ακόμη στον Διευθυντή του Γραφείου του πρώην Προέδρου ότι άλλη τράπεζα, μεγάλη στην Κύπρο, δεν θα μπορέσει να αντέξει και ζήτησε να ληφθούν μέτρα.
Ερωτηθείς από τον κ. Πική αν ήρθε εις γνώσιν του επιστολή που είχε αποσταλεί την 1η Μαρτίου του 2010 από την Κεντρική Τράπεζα που προειδοποιούσε για τους κινδύνους που ενείχε η αγορά ή η φύλαξη ελληνικών ομολόγων, ο κ. Αριστοδήμου είπε ότι η επιστολή ήρθε εις γνώσιν του ΔΣ σε “αρκετά μεταγενέστερο στάδιο” της αγοράς ελληνικών ομολόγων.
Σε παρατήρηση του κ. Πική ότι αγοράστηκαν και μεταγενέστερα ελληνικά ομόλογα, ο κ. Αριστοδήμου είπε ότι αγοράστηκε “ένα μικρό ποσό από το σύνολο των περίπου δύο δισ. ευρώ” που είχε στην κατοχή της τότε η Τράπεζα.
Ανέφερε επίσης ότι η επιστολή της ΚΤ “δεν ήταν αποτρεπτική στην αγορά ελληνικών ομολόγων και υπήρχαν και δηλώσεις του ΔΚ την περίοδο εκείνη που έλεγαν ακριβώς το αντίθετο ότι δεν υπήρχε κίνδυνος από την αγορά ελληνικών ομολόγων ή ομολόγων της Ευρωζώνης”, προσθέτοντας ότι επί του θέματος υπήρχε συνέντευξη και δήλωση του ΔΚ.
Ανέφερε ότι το ΔΣ είχε αρμοδιότητα να καταρτίζει την γενική πολιτική της Τράπεζας, καθώς οι Εκτελεστικοί, που θεωρούνται εμπειρογνώμονες, αποφάσιζαν πότε και σε ποιες τιμές θα αγόραζαν, σημειώνοντας ότι την τότε περίοδο η τράπεζα διέθετε υπερβάλλουσα ρευστότητα πέρα των 10 δισ. ευρώ και ήταν ευθύνη των Εκτελεστικών να αποφασίσουν που και πότε θα επένδυαν.
Σε ερώτηση του μέλους της Επιτροπής Ηλιάνας Νικολάου αν οι Εκτελεστικοί αποφάσιζαν αυτόνομα για τις επενδύσεις, ο κ. Αριστοδήμου είπε ότι δεν υπήρχε η εκ των προτέρων έγκριση του ΔΣ.
Ερωτηθείς από τον κ. Πική αν κατά τη δανειοδότηση προσωπικού, Εκτελεστικών και μελών ΔΣ τηρούνται οι σχετικοί κανόνες, ο κ. Αριστοδήμου απάντησε καταφατικά και πρόσθεσε ότι ως απόδειξη τούτου είναι και το ότι για δραστηριότητες των μελών του ΔΣ “ποτέ δεν μετείχαμε στη λήψη αποφάσεων για τους όρους και το ύψος του δανεισμού”, ενώ τα δάνεια που λάμβαναν μέλη του ΔΣ “ήταν με πλήρεις εξασφαλίσεις και με επιτόκια, πέρα των μέσων όρων δανεισμού που δίνονταν σε οποιοσδήποτε επιχειρήσεις”.
Σε σχέση με το επιτόκιο των καταθέσεων που παραχωρούνταν στα μέλη του ΔΣ, ο κ. Αριστοδήμου, αφού σημείωσε ότι πριν χάσει τις μετοχές του, ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος της Τράπεζας και ότι ακόμη και οι καταθέσεις του όταν ανέλαβε Πρόεδρος μετατράπηκαν σε μετοχές- είπε ότι “τα επιτόκια δεν ήταν τα ψηλότερα που δίνονταν στην αγορά”.
Αναφορικά με τις διαγραφές δανείων, ο κ. Αριστοδήμου είπε ότι τα μέλη του ΔΣ δεν συμμετείχαν ούτε στις εγκρίσεις ούτε στις διαγραφές δανείων, εκτός αν ήταν ένα πολύ μεγάλο δάνειο, προσθέτοντας ότι το ΔΣ ενημερωνόταν πληροφοριακά κατά διαστήματα για τις διαγραφές δανείων, εκτός και αν αυτές οι διαγραφές, όπως είπε, αφορούσαν ποσά που θεωρούνταν μεγάλα.
Σε παρατήρηση της κ. Νικολάου αν το ποσό των 2 εκ. ευρώ θεωρείται μεγάλο, ο κ. Αριστοδήμου είπε ότι θεωρεί ότι “ένα τέτοιο ποσό είναι μεγάλο”.