Στην πρόσφατη συνάντηση για το Κυπριακό στην Γενεύη προέκυψαν σημαντικές διαπιστώσεις. Πρώτον, καμία μετακίνηση στις τουρκικές θέσεις επί της ουσίας. Ούτε καν έγινε αποδεκτή η συμφωνημένη βάση των διαπραγματεύσεων, αλλά απλώς άλλαξε το ύφος με τις τουρκικές απαιτήσεις αναλλοίωτες. Δεύτερον, ο Τατάρ δεν είναι ο «ηγέτης των Τουρκοκυπρίων», δηλαδή ΔΕΝ εκπροσωπεί τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας που διαμένουν στα κατεχόμενα, αλλά είναι υποτελής κατοχικός εκπρόσωπος. Τρίτον, η Κυπριακή Δημοκρατία στην Ευρ. Ένωση αποτελεί το κυριότερο μας πολιτικό-διπλωματικό πλεονέκτημα και ασπίδα προστασίας του Κυπριακού Ελληνισμού. Τέταρτον, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης «κέρδισε» την διεθνή κοινότητα και την ΕΕ, διατηρώντας την διαδικασία ζωντανή, έχοντας ως επικριτές εγχώριους περιθωριακούς και σκληροπυρηνικούς κομματικούς.
Θετικής αποδοχής τυγχάνουν ΜΟΕ για την διάσωση Κοιμητηρίων, ενώ υπάρχουν ενστάσεις για όσα ΜΟΕ εμπεδώνουν περισσότερο την κατοχή π.χ. η αποναρκοθέτηση περιοχών απέναντι στον κατοχικό στρατό σε επιθετική διάταξη και η οικονομική αρωγή ενός παράνομου κατοχικού καθεστώτος, δεν συμβάλλουν στην αποτίναξη της κατοχής αλλά στην κανονικοποίηση και αποδοχή της μέσω «συνεργασίας και γειτονίας», όπως υπέδειξε κι ο κατοχικός εκπρόσωπος.
Η πλέον σημαντική διαπίστωση είναι ότι η «κινητικότητα» στην Γενεύη προέκυψε επειδή η Τουρκία χρειάζεται την συναίνεση της Κύπρου για να προχωρήσουν οι Ευρωτουρκικές σχέσεις σε δύο κορυφαία θέματα: α) στις εμπορικές σχέσεις μέσω της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, καθώς όμως η Τουρκία δεν εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της προς την ΕΕ που αφορούν την Κυπριακή Δημοκρατία εδώ και 20 χρόνια και β) για να αποκτήσει η Τουρκία ρόλο στην Ευρω-άμυνα, ώστε να επωφεληθεί οικονομικά αλλά πρωτίστως για να καταστεί κύριος ρυθμιστής των γεωπολιτικών εξελίξεων. Για την Ευρω-άμυνα, η Λευκωσία «κέρδισε» την αναφορά στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνδέουν τις Ευρωτουρκικές σχέσεις με «πρόοδο» στο Κυπριακό. «Πρόοδο», όμως, που επιδέχεται ερμηνείας και με την παραβίαση της Τελωνειακής Ένωσης για 20 χρόνια χωρίς κάποιο μέτρο από την ΕΕ.
Ειδικά στο θέμα της Ευρω-άμυνας που η Τουρκία διακαώς επιζητεί ρόλο, τα κράτη-μέλη έχουν δικαίωμα βέτο. Η σιγή της Λευκωσίας και κυρίως τα «ήρεμα νερά» του Μητσοτάκη-Γεραπετρίτη και της αθηναϊκής ελίτ, αφήνουν στην Τουρκία ένα ανοιχτό παράθυρο, που η Λευκωσία επιδιώκει να αξιοποιήσει. Οι μόνιμοι εγχώριοι διαφωνούντες μαζί με τις εξαρτώμενες ΜΚΟ, με μονοπώλιο στις έξωθεν χρηματοδοτήσεις, βρίσκονται απέναντι από την θέληση των πολιτών κι εφευρίσκουν λόγους να κατηγορούν την «Ελληνοκυπριακή πλευρά».
Επιπρόσθετα, στην Κωνσταντινούπολη ο Ερντογάν εργαλειοποιεί αδίστακτα την δικαστική εξουσία εις βάρος πολιτικών του αντιπάλων, καταδεικνύοντας ότι δεν είναι απλά ένας αυταρχικός ηγέτης, αλλά ένας ισλαμοφασίστας που επέβαλε τον ισλαμοφασισμό εντός Τουρκίας και τον νέο-οθωμανικό επεκτατισμό προς τα έξω. Την εσωτερική δυσαρέσκεια και οικονομική δυσχέρεια, το καθεστώς Ερντογάν τα αντιμετωπίζει διά πυγμής και ιδεοληψίας μίσους, έχοντας εργαλειοποιήσει την δικαστική εξουσία. Είναι επίσης ο «αγαπημένος» δικτάτορας της Προέδρου της Ευρ. Επιτροπής, κ. φον ντερ Λάιεν, ενώ έχουμε και τους εγχώριους δήθεν «αντιφασίστες», οι οποίοι θεωρούν την εναντίωση στον ισλαμοφασισμό, ως …εθνικισμό!
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την Τουρκία, αλλά μπορούμε να αλλάξουμε την στάση μας στην ΕΕ προτού βγάλουμε τα μάτια μόνοι μας ξανά.
Κώστας Μαυρίδης,
Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ-S&D