Aκολουθεί απόσπασμα από Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία στην προκείμενη περίπτωση εξέτασε το θέμα της Θανατικής Ανάκρισης, την οποία ασκεί Πρωτόδικος Δικαστής, στη βάση θεσμοθετημένου Νόμου και συγκεκριμένα του Κεφαλαίου 153, εν σχέση με το δικαίωμα αντεξέτασης.
Τονίζεται δε πως η θανατική ανάκριση έχει εξεταστικό χαρακτήρα και δεν υπάρχουν διάδικοι.
Τα συμφέροντα ή καλύτερα ποία συμφέροντα πρέπει να εκπροσωπηθούν ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.
Ως προς τον περί Θανατικών Ανακριτών Νόμος, Κεφ. 153, αναφέρουμε πως, ο εν λόγω Νόμος προβλέπει για τη δικαιοδοσία και εξουσία του θανατικού ανακριτή, τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται και για άλλα συναφή θέματα. Αναφορικά με τη δυνατότητα εξέτασης, αντεξέτασης ή επανεξέτασης των μαρτύρων, το Άρθρο 14 του Κεφ. 153 προβλέπει ότι:-
«14.Σε κάθε θανατική ανάκριση (α) ο θανατικός ανακριτής λαμβάνει με όρκο τέτοια μαρτυρία που δυνατό να εξασφαλιστεί σχετικά με την ταυτότητα του αποθανόντος και το χρόνο, τόπο και τρόπο του θανάτου του• (β) κάθε ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να εμφανιστεί είτε με δικηγόρο είτε προσωπικά και να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει, ανάλογα με την περίπτωση, οποιοδήποτε μάρτυρα.» Το Δικαστήριο αναφέρει σχετικά, ως προς το θέμα αυτό:
<Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων σύμφωνα με το νόμο, που συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα αντεξέτασης, προστατεύεται από το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που ο νόμος δίδει το δικαίωμα σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο να εμφανιστεί και να αντεξετάσει οποιοδήποτε μάρτυρα, τότε δεν είναι δυνατή η ολοκληρωτική αποστέρηση του δικαιώματος. Ο θανατικός ανακριτής, έχει βέβαια τη διακριτική ευχέρεια, να μην επιτρέψει κάποιες ερωτήσεις, αν κρίνει ότι είναι άσχετες. Όμως αυτό διαφέρει από την ολοκληρωτική στέρηση του δικαιώματος αντεξέτασης. Σκοπός της αντεξέτασης δεν είναι μόνο η καταστροφή της αξιοπιστίας του μάρτυρα, που εδώ, αυστηρά ομιλούντες, μπορεί να μην τίθεται ένα τέτοιο θέμα. Η αντεξέταση σε συνήθεις περιπτώσεις όπου αμφισβητούνται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρήκε κάποιος το θάνατό του, αποσκοπεί στο να δημιουργήσει στο μυαλό του θανατικού ανακριτή κάποια αμφιβολία για την ορθότητα των πληροφοριών που τίθενται ενώπιον του. Βέβαια το δικαίωμα του πλησιέστερου συγγενή να υποβάλλει ερωτήσεις, πολλές φορές εξελίσσεται σε μια ατέρμονη διαδικασία που αποσκοπεί στο να επιρρίψει ευθύνες σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή για να συλλέξει μαρτυρία για χρήση σε άλλες πολιτικές ή ποινικές διαδικασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει ή θα ξεκινήσουν (βλ. R. v. Poplar Coroner ex parte Thomas [1933] QB 610 CA). Σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύ ορθά οι θανατικοί ανακριτές ασκώντας την διακριτική τους ευχέρεια περιορίζουν τις ερωτήσεις στα απολύτως αναγκαία, ώστε να διαφανεί, μεταξύ άλλων, υπό ποιες συνθήκες επήλθε ο θάνατος και αν υπήρξε εμπλοκή τρίτου προσώπου στο θάνατο του αποβιώσαντος. Η πρακτική αυτή είναι θεμιτή ώστε η διαδικασία της θανατικής ανάκρισης να μη μετατραπεί από εξεταστική σε αντιπαραθετική, με αποτέλεσμα την άσκοπη σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και δημοσίου χρήματος (βλ. High Jordan v. The UK Application No. 2446/94, ΕΔΑΔ, ημερ. 4.8.2001).
Γι’ αυτό και όπως επισημάνθηκε στην R. v. South London Governer ex parte Thompson [1982] 126 SJ 625, ο Θανατικός ανακριτής, ενώ δεν μπορεί να αγνοεί παντελώς τους ψιθύρους, από την άλλη θα πρέπει να περιορίζει την έρευνά του αυστηρώς στα γεγονότα της υπόθεσης.
Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος