Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος
Απόσπασα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της ποινικής δευτεροβάθμιας του δικαιοδοσίας:
<…Η ποινική μεταχείριση που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα για τα αδικήματα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 291, 294(α) και 255, είναι αυτή της επταετούς φυλάκισης, γεγονός που από μόνο του πιστοποιεί τη σοβαρότητα με την οποία ο νομοθέτης μεταχειρίζεται αδικήματα του είδους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει ρήξη στον κοινωνικό ιστό και στην ευόδωση της επίτευξης του στόχου εδραίωσης μιας φιλήσυχης και ειρηνικής κοινωνίας στην οποία δικαιούται να προσβλέπει ο κάθε πολίτης ώστε να νοιώθει ασφάλεια. Στις πρόσφατες αποφάσεις Radoslav Yankov Micaylov κ.ά. ν. Αστυνομίας,
Ποιν. Εφ. αρ. 94/2011 κ.ά., ημερ. 30.3.2012, αναφέρθηκαν τα εξής: «Στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους, (Ανδρέας Φραντζίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 145/2010, ημερ. 13.5.2011). Παρόμοια επισήμανση ως προς το γεγονός ότι αδικήματα της φύσεως αυτής απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβάλλονται να πρέπει να είναι αποτρεπτικές, έγινε και στις υποθέσεις Michal Bukowski και Dawid Aleksander Glowacki v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. αρ. 142/2010 και 147/2010, ημερ. 4.3.2011.»
Έχει επίσης αναγνωρισθεί από τη νομολογία κατά συστηματικό μάλιστα τρόπο ότι το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει και την ευθύνη προς τούτο, το δε Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν η ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή υπερβολική ή αναδεικνύει σφάλμα αρχής. (δέστε, Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686 και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551).