Για παραβίαση των διεθνών συνθηκών που απαγορεύουν την δουλεία και την καταναγκαστική εργασία καταδικάσθηκε η Βρετανία από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταβάλλοντος αποζημίωση 20.000 ευρώ σε 33χρονη γυναίκα από την Ουγκάντα, για ηθική και υλική βλάβη. Επιπλέον, η Αγγλία θα πληρώσει και 80.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.
Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε βάσιμους της ισχυρισμούς της γυναίκας ότι εξαναγκάστηκε να προσφέρει αμισθί τις υπηρεσίες της επί 24ώρου βάσεως σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων.
Η Αγγλία μέσω αυτού καταδικάστηκε για παραβίαση του άρθρου 4 της Σύμβασης Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με βάση το οποίο απαγορεύεται η δουλεία και η καταναγκαστική εργασία.
Η 33χρονη, υπήκοος της Ουγκάντας μπήκε παράνομα και με πλαστό διαβατήριο στη χώρα τον Σεπτέμβριο του 2002 και από τις αρχές του 2003 μέχρι και το 2006 εξαναγκάστηκε, από το κύκλωμα που την είχε φέρει στην Αγγλία, να εργάζεται επί 24ώρου βάσεως προσφέροντας υπηρεσίες σ’ ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που έπασχαν από την νόσο Πάρκινσον.
Η αμοιβή της καταβαλλόταν στα πρόσωπα που είχαν μεσολαβήσει για να βρει αυτή τη δουλειά. Όπως ισχυρίσθηκε η ίδια στο Δικαστήριο, δεν είχε λάβει καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες της όλα αυτά τα χρόνια.
Τον Αύγουστο του 2006, εξαιτίας της κούρασης, κατέρρευσε μέσα σε μία Τράπεζα και νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε νοσοκομείο όπου φιλοξενούνταν οροθετικοί και άτομα που έπασχαν από ψύχωση.
Μετά την έξοδο της, ζήτησε πολιτικό άσυλο αλλά το αίτημα της δεν έγινε δεκτό, ενώ οι αγγλικές αρχές δεν διεξήγαγαν καμία αποτελεσματική έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες της ότι, είχε υποχρεωθεί να εργάζεται σ’ ένα καθεστώς δουλείας και άμισθης καταναγκαστικής εργασίας.
Στις 24 Ιανουαρίου 2008 υπέβαλε προσφυγή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που με την σημερινή του απόφαση την δικαίωσε, κρίνοντας ένοχες τις Αγγλικές αρχές διότι δεν είχαν θεσπίσει νομοθεσία με την οποία επιβάλλονται ποινές για την δουλεία και την
καταναγκαστική εργασία.