Το Ανώτατο Δικαστήριο με τη σημερινή του απόφαση ανέτρεψε κατά πλειοψηφία τον Νόμο που ψήφισε η Βουλή το 2011, και που ρύθμιζε την παράλληλη καταβολή και σύνταξης και αντιμισθίας σε υψηλόβαθμους λειτουργούς του δημοσίου.
Ο Νόμος προνοούσε ότι αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή υπηρεσία, σε περίπτωση που αξιωματούχος ή συνταξιούχος αναλαμβάνει νέο πόστο ή θέση στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, με αποκοπή του ποσού που υπερέβαινε τις απολαβές από τη νέα του θέση.
Κάλυπτε, πρώην κρατικούς αξιωματούχους, Υπουργούς και Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων ή Βουλευτές, οι οποίοι μετά τη συνταξιοδότησή τους ανελαβαν άλλα καθήκοντα, όπως για παράδειγμα εξελέγησαν Δήμαρχοι ή προσελήφθησαν ξανά στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Είχαν κατατεθεί ομαδικές προσφυγές, από επηρεαζόμενα πρόσωπα. Σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επτά δικαστών έναντι τριών:
Ο Νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός αφού αντίκειται στα άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την αρχή της ισότητας, καθώς και του άρθρου 1 του πρώτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Μετά την απόφαση του Ανωτάτου, ο Νόμος καθίσταται πλέον άκυρος από την ημέρα που ψηφίσθηκε και το Κράτος είναι πλέον υποχρεωμένο: κατά πρώτο να καταβάλει αναδρομικά δεκάδες χιλιάδες ευρώ στους εν λόγω συνταξιούχους, και κατά δεύτερο, να σταματήσει άμεσα τις αποκοπές από τη σύνταξη του ποσού που λαμβάνουν ως αντιμισθία για άλλη θέση ή αξίωμα που κατέχουν τώρα.