Επτά λόγους επικαλέσθηκαν και ανέλυσαν σήμερα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι συνήγοροι υπεράσπισης του πρώην Υπουργού Εσωτερικών Ντίνου Μιχαηλίδη, ζητώντας όπως γίνει αποδεκτή η έφεση που καταχώρησαν για τη μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψής του, που εκδόθηκε από το Εφετείο Αθηνών και την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Κατά τη σημερινή τετράωρη περίπου ακρόαση της υπόθεσης, οι δικηγόροι του κ. Μιχαηλίδη, Ευστάθιος Ευσταθίου, Αλέκος Ευαγγέλου και Σάββας Μαμαντόπουλος ζήτησαν από τους Δικαστές Στέλιο Ναθαναήλ (Πρόεδρο), Κώστα Παμπαλλή (Μέλος) και Λεωνίδα Παρπαρίνο (Μέλος) να θεωρήσουν εσφαλμένη και να απορρίψουν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία διέταξε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του κ. Μιχαηλίδη και την παράδοσή του στις Αρχές της Ελλάδας για ποινική δίωξη εναντίον του.
Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τις αγορεύσεις των δικηγόρων Ευστάθιου Ευσταθίου, Αλέκου Ευαγγέλου και Σάββα Μαμαντόπουλου, αποφάσισε την αναβολή της συνέχισης της ακροαματικής διαδικασίας για αύριο στις 09:00 το πρωί, προκειμένου να ακουσθεί και η άποψη της κατηγορούσας Αρχής με την αγόρευση της Ανώτερης Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Λουΐζας Χριστοδουλίδου – Ζαννέτου και ακολούθως, αφού εξετάσει όλα τα τεθέντα ενώπιόν του στοιχεία, θα εκδώσει την απόφασή του, ενώ ο κ. Μιχαηλίδης, ο οποίος σήμερα παρακολούθησε όλη τη διαδικασία μαζί με φίλους και μέλη της οικογένειάς του, εξακολουθεί να τελεί υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές.
Από τον κ. Ευσταθίου υπεβλήθη παράπονο στο Ανώτατο Δικαστήριο, ότι, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής, παραβιάσθηκαν ουσιώδεις αρχές Δικαίου οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την καταπάτηση ατομικών δικαιωμάτων του κ. Μιχαηλίδη, καθώς και συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων και άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αποτέλεσμα όλων αυτών, είπε ο κ. Ευσταθίου, είναι να στερείται ο πελάτης του της ελευθερίας του με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και να καταρρακωθεί η αξιοπρέπειά του και να στερηθεί του δικαιώματός του όπως εκδικασθεί η υπόθεσή του από Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο κ. Ευσταθίου, φέροντας σωρεία παραδειγμάτων από δικαστικές Αποφάσεις και νομολογίες, υποστήριξε την άποψη ότι εσφαλμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού διέταξε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και την παράδοση του κ. Μιχαηλίδη στις ελληνικές Αρχές, χωρίς να παραδεχθεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, υπήρξε μια άνευ προηγουμένου επέμβαση στο έργο της δικαστικής εξουσίας, τόσο από δημοσιεύματα που τέθηκαν ενώπιόν του και που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, αλλά και από τις δηλώσεις πολιτικών και άλλων προσώπων που είχαν δημοσιευθεί και μεταδοθεί ηλεκτρονικώς.
Όπως ανέφερε ο κ. Ευσταθίου, οι δηλώσεις αυτές προήρχοντο από ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, οι οποίοι, σε πρώτο στάδιο, προέτρεπαν το Δικαστήριο, που θα επιλαμβανόταν της εξέτασης του εντάλματος σύλληψης ημερομηνίας 2 Ιουλίου 2013, να εγκρίνει την εκτέλεση του εντάλματος.
Όλοι αυτοί ο αξιωματούχοι, είπε ο κ. Ευσταθίου, κατείχαν ανώτατα αξιώματα της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, ενώ υπήρξε και σειρά δηλώσεων του ιδίου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που υποστήριξε την άποψη ότι έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει δεκτό το αίτημα της Ελλάδας για έκδοση του κ. Μιχαηλίδη.
Με κείμενα που κατέθεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο κ. Ευσταθίου δήλωσε ότι τόσο απλοί Βουλευτές όσο και αρχηγοί κομμάτων, αλλά και ο ίδιος ο Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προέτρεπαν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού να προβεί στην έκδοση του κ. Μιχαηλίδη, ενώ ο κ. Κληρίδης δήλωνε πως “εάν πούμε στις ελληνικές Αρχές ότι, ξέρετε, θα τον δικάσουμε (τον κ. Μιχαηλίδη) εδώ, μόνον να μας φτύνουν θα μας έπρεπε”.
Όλα αυτά επηρέασαν το Επαρχιακό Δικαστήριο και, μαζί με την προαναγγελία για τροποποίηση του Συντάγματος, προκειμένου να γίνει κατορθωτή η έκδοση του κ. Μιχαηλίδη, παρά το ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται έγιναν πριν την 1η Μαΐου 2004, συνιστούν αδικία εις βάρος του, πρόσθεσε ο κ. Ευσταθίου, δηλώνοντας πως οι παρεμβάσεις αυτές συνιστούν επεμβάσεις που οδηγούν στην παραβίαση της θεμελιώδους αρχής του πολιτειακού Δικαίου, που είναι η διάκριση των εξουσιών, ιδίως της δικαστικής εξουσίας, η οποία θα πρέπει να αφήνεται ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη στην επιτέλεση του έργου της ως ο κύριος προστάτης των ατομικών δικαιωμάτων των ανθρώπων, έναντι της ενδεχόμενης αυθαιρεσίας των λοιπών εξουσιών.
“Το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο ότι δεν παραβιάσθηκε η αρχή της διάκρισης των εξουσιών”, είπε ο κ. Ευσταθίου.
Ο κ. Ευαγγέλου έκανε μακρές αναφορές στο ιστορικό του Αρθρου 11 (2) (στ) του κυπριακού Συντάγματος και στις τροποποιήσεις που έγιναν κάνοντας διάκριση στη νομική θέση πριν το 2006 και στη σημερινή πριν και μετά την πρόσφατη 7η τροποποίηση.
Ενώ εκκρεμούσε η παρούσα διαδικασία για έκδοση του κ. Μιχαηλίδη, είπε ο κ. Ευαγγέλου, τροποποιήθηκε ξανά το Άρθρο 11 (2) (στ) του Συντάγματος με τον τροποιητικό του Συντάγματος νόμο του 2013, με τρόπο τέτοιο ώστε να μην υπάρχουν περιορισμοί στην έκδοση Κυπρίων πολιτών και ο νόμος αυτός δεν έχει διάταξη περί αναδρομικής ισχύος.
Όπως ανέφερε ο κ. Ευαγγέλου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως αποφάσισε ότι ο νόμος με τον οποίο τροποποιήθηκε το Άρθρο 11 (2) (στ) του Συντάγματος δεν επηρεάζει κεκτημένα δικαιώματα του κ. Μιχαηλίδη, με το δικαιολογητικό ότι, για να μπορεί να επικαλεσθεί κάποιος προστασία κεκτημένου δικαιώματος, θα πρέπει να έχει κάμει χρήση του δικαιώματος αυτού και να έχει επωφεληθεί στη πράξη από αυτό.
Κάτι τέτοιο, είπε ο κ. Ευαγγέλου, φέροντας σωρεία παραδειγμάτων, αποτελεί ουσιώδες σφάλμα του Δικαστηρίου που συνιστά τέτοια πλάνη, ώστε να καθιστά την προσβαλλομένη απόφαση αφ` εαυτής άκυρη.
Η 7η τροποποίηση του Συντάγματος, είπε ο κ. Ευαγγέλου, έγινε τον Ιούλιο του 2013, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχουν περιορισμοί στην έκδοση Κυπρίων πολιτών.
Ο νόμος αυτός δεν έχει διάταξη περί αναδρομικής ισχύος και επομένως τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης του, δηλαδή στις 17 Ιουλίου 2013, πρόσθεσε ο κ. Ευαγγέλου.
Κάνοντας εκτενείς αναφορές και σε πρόθεση επηρεασμού κεκτημένου δικαιώματος και καταθέτοντας τη θέση ότι, πριν την τροποποίηση ξανά του Αρθρου 11 (2) (στ) του Συντάγματος τον Ιούλιο του 2013, ο κ. Μιχαηλίδης, ως Κύπριος πολίτης, απολάμβανε συνταγματικής προστασίας και δεν ήταν δυνατή η έκδοσή του, ο κ. Ευαγγέλου είπε ότι, με τον ακυρωτικό Νόμο 68 (Ι)/2013, καταργούνται συνταγματικά δικαιώματα του κ. Μιχαηλίδη, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας, το πολυτιμότερο αγαθό μετά από το δικαίωμα της ζωής.
Πρόκειται για δικαιώματα κεφαλαιώδους σημασίας και η κατάργησή τους, δήλωσε ο κ. Ευαγγέλου, υποσκάπτει τη βεβαιότητα του Δικαίου.
Για την Απόφαση – Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2002, ο κ. Ευαγγέλου ανέφερε ότι αυτή εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 34 (2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και έχει την ίδια δεσμευτική ισχύ στα κράτη – μέλη όπως οι Οδηγίες, δηλαδή αν και υποχρεωτική, εντούτοις δεν έχει άμεσα αποτελέσματα.
Η Απόφαση – Πλαίσιο, πρόσθεσε, τέθηκε σε ισχύει 20 ημέρες μετά τις 13 Ιουνίου 2002 και επομένως η υποχρέωση της Κύπρου αρχίζει από την ημερομηνία αυτή και μετέπειτα και, αν αυτός ήταν ο σκοπός, δηλαδή η συμμόρφωση με την Απόφαση – Πλαίσιο, τότε ο Νόμος 68 (Ι)/2013 δεν θα μπορούσε να είχε αναδρομική ισχύ πριν από τις 3 Ιουλίου 2002.
Έτσι, συνέχισε ο κ. Ευαγγέλου, για να υπάρξει αναδρομικότητα θα έπρεπε να γίνεται ρητή και ξεκάθαρη αναφορά στην ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 68 (Ι)/2013 και, επειδή δεν γίνεται τέτοια αναφορά, το άρθρο 7 του περί ερμηνείας νόμου επιβάλλει ότι αυτός τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που δημοσιεύθηκε, δηλαδή στις 17 Ιουλίου 2013.
Όταν υπεβλήθη το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με ημερομηνία 2 Ιουλίου 2013, η ελευθερία του κ. Μιχαηλίδη, είπε ο κ. Ευαγγέλου, ετύγχανε συνταγματικής προστασίας, δηλαδή δεν μπορούσε να εκδοθεί στο εξωτερικό καθ’ ότι τα ισχυριζόμενα αδικήματα διαπράχθηκαν πριν το 2004.
Η προστασία του δικαιώματος αφορούσε την ελευθερία του, που είναι το πολυτιμότερο ανθρώπινο δικαίωμα, μετά από το ανθρώπινο δικαίωμα της ζωής, πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στη διαφορά της νέας τροποποιήσεως που έγινε στις 17 Ιουλίου 2013 σε σχέση με την τροποποίηση που έγινε με τη προηγούμενη 5η τροποποίηση του Συντάγματος, ο κ. Ευαγγέλου είπε ότι η 5η τροποποίηση είχε αναδρομική ισχύ από τη 1 Μαΐου 2004, ενώ η νέα 7η τροποποίηση δεν έχει καμμία αναδρομική ισχύ, όπως και το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αποδέχεται.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είπε ο κ. Ευαγγέλου, εσφαλμένα αποφάσισε να διατάξει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και την παράδοση του κ. Μιχαηλίδη στις ελληνικές Αρχές με βάση το νόμο 133 (Ι)/2004 ως επίσης και με βάση το Άρθρο 1 Α του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει υπεροχή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας έναντι του κυπριακού Δικαίου, και με βάση το Άρθρο 11 (2) (στ) του Συντάγματος όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 68 (Ι)/2013.
Ο κ. Μαμαντόπουλος υποστήριξε την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ή/και δεν προσέδωσε τη δέουσα προσοχή στη νομοθετική διάταξη του νόμου 133 (Ι)/2004, η οποία αναφέρει ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωσή.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εξετάζει τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επειδή δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες στο νόμο 133(Ι)/2004, είπε ο κ. Μαμαντόπουλος, συνιστά μέγα σφάλμα για το οποίο και μόνον πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση.