O Βουλευτής του ΑΚΕΛ Στέφανος Στεφάνου απέστειλε εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος επιστολή στον Υπουργό Οικονομικών και στο Χρηματοοικονομικό Επίτροπο ζητώντας εξέταση όλων των τραπεζικών ιδρυμάτων για πιθανές καταχρηστικές χρεώσεις που επιβάλλονται σε δανειολήπτες, με αφορμή απόφαση που εξέδωσε ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος για παράνομες επιβαρύνσεις σε επιτόκιο από τραπεζικό ίδρυμα.
Πιο κάτω παρατίθεται η επιστολή.
«Σε πρόσφατο ενημερωτικό σημείωμα του Χρηματοοικονομικού Επίτροπου Π. Ιωάννου, ημερομηνίας 8 Φεβρουαρίου 2017, γίνεται αναφορά σε απόφαση που εξέδωσε ο Επίτροπος σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου σε δανειακή σύμβαση.
Στην εν λόγω έρευνα ο Επίτροπος διαπιστώνει ότι μια Τράπεζα υπολόγιζε τόκους για δάνειο στη βάση διαφορετικού επιτοκίου από αυτό που ρητά καθόριζε η σύμβαση. Ως εκ τούτου ο Επίτροπος κάλεσε την Τράπεζα να επανα-υπολογίσει τα τοκοχρεολύσια και να επιστρέψει την πρόσθετη επιβάρυνση στο δανειολήπτη.
Η Τράπεζα αποδέχθηκε την επανόρθωση και από κοινού με τον Επίτροπο καθόρισαν σχετική διαδικασία για προστασία και άλλων δανειοληπτών που επηρεάζονται από όμοιες συμβάσεις.
Η εν λόγω απόφαση επιβεβαιώνει ότι ακόμα και σήμερα παραμένουν κενά στην εφαρμογή δανειακών συμβάσεων, με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες πολλές φορές να επωμίζονται μεγαλύτερο κόστος από αυτό που οφείλουν να καταβάλουν με βάση τις συμβάσεις που έχουν υπογράψει.
Η έρευνα από τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, περιορίστηκε αποκλειστικά στις περιπτώσεις που αφορούσαν τα εν λόγω παράπονα. Είναι, ωστόσο, πεποίθησή μας ότι το Κράτος οφείλει να αποτρέψει ανάλογα φαινόμενα εκμετάλλευσης στο σύνολο του τραπεζικού τομέα. Προς αυτή την κατεύθυνση το Υπουργείο Οικονομικών, από κοινού με τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, καλούνται να προχωρήσουν σε εκπόνηση μελέτης των χρεώσεων που επιβάλλονται σε δανειακές συμβάσεις στο σύνολο του τραπεζικού τομέα.
Μια τέτοια μελέτη θα έχει ως στόχο τον εντοπισμό και την καταγραφή εισηγήσεων για αντιμετώπιση προβλημάτων σε δανειακές συμβάσεις, με στόχο την προστασία των δανειοληπτών και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης προς τα τραπεζικά ιδρύματα.»