Αερόσακοι Takata: Τι προνοεί η πρόταση νόμου που ψήφισε η Βουλή

Η Ολομέλεια της Βουλής ψήφισε το απόγευμα, εξ’ αναβολής, την πρόταση νόμου που καθορίζει τη διαδικασία για ανάκληση οχημάτων με ελαττωματικούς αερόσακους ΤΑΚΑΤΑ.

Η πρόταση εγκρίθηκε με 51 ψήφους υπέρ και μια εναντίον, αυτήν του ανεξάρτητου βουλευτή Ανδρέα Θεμιστοκλέους ο οποίος αιτιολόγησε τη ψήφο του λέγοντας ότι υπάρχει ευρωπαϊκός κανονισμός από το 2018 για ρύθμιση του ζητήματος και άρα δεν χρειάζεται νομοθεσία.

Η πρόταση οδηγήθηκε στην Ολομέλεια με τροπολογίες της Επιτροπής Μεταφορών, οι οποίες επίσης υπερψηφίστηκαν, με βάση τις οποίες ο Υπουργός Μεταφορών, με διάταγμά του, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει τη διαδικασία ανάκλησης, τη χρονική περίοδο λήψης διορθωτικών μέτρων, καθώς και την αναστολή πιστοποιητικού καταλληλότητας, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τα διορθωτικά μέτρα, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης, η οποία σύμφωνα με τον διανομέα ή τον αντιπρόσωπο του κατασκευαστή παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια.

Νοείται ότι, ο Υπουργός εκδίδει για πρώτη φορά το διάταγμα στις 3 Φεβρουαρίου 2025 οπότε και τίθεται ο νόμος σε ισχύ.

Η πρόταση νόμου κατατέθηκε από τους Βουλευτές του ΔΗΣΥ Κυριάκο Χατζηγιάννη και Νίκο Σύκα και του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών Σταύρο Παπαδούρη.

Σύμφωνα με την πρόταση που ψηφίστηκε, σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η προσκόμιση της βεβαίωσης λόγω του ότι δεν κατέστη εφικτό να εξευρεθούν πληροφορίες για την ύπαρξη τυχόν ελαττωματικού ή ακατάλληλου εξαρτήματος, είτε γιατί δεν υπάρχει κατασκευαστής είτε γιατί δεν υπάρχει γνωστή διαδικασία ανακλήσεων, ο Υπουργός καθορίζει με διάταγμά του, τη διαδικασία εξαίρεσης από την υποχρέωση προσκόμισης της βεβαίωσης.

Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει διανομέας ή αντιπρόσωπος του κατασκευαστή στη Δημοκρατία, το πρόσωπο το οποίο εισήγαγε το όχημα στη Δημοκρατία ή ο ιδιοκτήτης του οχήματος προσκομίζει στην εκάστοτε αρμόδια αρχή ή υπηρεσία δήλωση, ο τύπος και το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται από την αρμόδια αρχή.

Η βεβαίωση, σε περίπτωση που δεν εντοπιστεί ανάκληση, παρέχεται από τον διανομέα ή τον αντιπρόσωπο του κατασκευαστή εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που ζητήθηκε από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ισχύει για περίοδο τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία που φέρει η βεβαίωση.

Την ευθύνη λήψης οποιωνδήποτε διορθωτικών μέτρων αναφορικά με την ανάκληση που εκδίδεται από τον κατασκευαστή πριν από την ημερομηνία της πρώτης εγγραφής μηχανοκίνητου οχήματος, φέρει ο εισαγωγέας του εν λόγω οχήματος.

Κατά τον περιοδικό τεχνικό έλεγχο μηχανοκίνητων οχημάτων κατηγορίας για έκδοση πιστοποιητικού καταλληλόλητας, το όχημα ελέγχεται επιπρόσθετα κατά πόσον υπόκειται ή όχι σε ανάκληση που αφορά ελαττωματικό ή ακατάλληλο εξάρτημα, είτε μέσω της προσκόμισης της προβλεπόμενης βεβαίωσης, είτε μέσω του μηχανογραφικού συστήματος της αρμόδιας αρχής.

Με βάση την ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση κατά την οποία όχημα υπόκειται σε ανάκληση για ελαττωματικό ή ακατάλληλο εξάρτημα, ο διανομέας ή ο αντιπρόσωπος του κατασκευαστή διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες που αφορούν την ανάκληση και η αρμόδια αρχή με τη σειρά της ενημερώνει αμέσως τον ιδιοκτήτη του οχήματος, ο οποίος καλείται να προβεί μέσω του διανομέα ή του αντιπρόσωπου του κατασκευαστή σε διορθωτικά μέτρα εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ενημέρωσής του.

Ο Υπουργός δύναται να παρατείνει την προβλεπόμενη χρονική περίοδο για συμμόρφωση του ιδιοκτήτη του οχήματος, εφόσον κρίνει αυτό σκόπιμο. Αν ο ιδιοκτήτης δεν συμμορφωθεί, η ισχύς του πιστοποιητικού καταλληλόλητας του οχήματός του αναστέλλεται.

Ο διανομέας ή ο αντιπρόσωπος του κατασκευαστή ή ο εισαγωγέας ενημερώνουν την αρμόδια αρχή, μέσω του μηχανογραφικού συστήματος, για κάθε αντικατάσταση που έγινε ελαττωματικού ή ακατάλληλου εξαρτήματος σύμφωνα με τις υποδείξεις του κατασκευαστή.

Κάθε διανομέας ή αντιπρόσωπος του κατασκευαστή αποστέλλει στην αρμόδια αρχή σε εξαμηνιαία βάση ενημέρωση για τις ανακλήσεις.

Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου του νόμου είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.