Η λογική του «απόλυτου κέρδους» χωρίς κινήσεις μετριασμού των κινδύνων χαρακτήριζε την πολιτική της Τράπεζας Κύπρου για αγορά ομολόγων ελληνικού δημοσίου, που επέφερε ζημιές δισεκατομμυρίων στο μεγαλύτερο τραπεζικό συγκρότημα της Κύπρου, σύμφωνα με το πόρισμα του οίκου Alvarez and Marsal (Α&Μ).
Σύμφωνα με το πόρισμα, το οποίο κατέχει το ΚΥΠΕ, ενώ μέχρι το 2009 η κατοχή ελληνικών ομολόγων βρισκόταν κάτω των €500 εκατομμυρίων, η κατοχή των ελληνικών ομολόγων κορυφώθηκε στα €1,75 δισεκατομμύρια μέχρι το πρώτο μισό του έτους. Και όλα αυτά χωρίς να δίνονται επαρκή δικαιολογητικά για αυτές τις πράξεις.
Και ενώ στις 10 Δεκεμβρίου, ο τότε Γενικός Διευθυντής του ομίλου, Γιάννης Κυπρή, είχε δηλώσει στον Τύπο ότι η Τράπεζα είχε μειώσει την έκθεσή στα ελληνικά ομόλογα στα €100 εκατομμύρια, ωστόσο την ίδια ημέρα η Τράπεζα ξεκίνησε επαναγορά ελληνικών ομολόγων με μια ταχύτατη αύξηση που έφτασε τα €2,4 δις. τον Ιούνιο του 2010.
Σύμφωνα με έγγραφο της Τράπεζας Κύπρου, το οποίο επικαλείται το πόρισμα του Α&Μ, οι συνολικές απώλειες της Τράπεζας από τα ελληνικά ομόλογα ανήλθαν στα €1,9 δισ.
Εξάλλου, σύμφωνα με το πόρισμα του Α&Μ, «η δομή του συστήματος παροχής μπόνους της Τράπεζας για τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, Ανδρέα Ηλιάδη και τον Γενικό Διευθυντή του ομίλου Γιάννη Κυπρή ήταν τέτοια που μια κατώτερη επίδοση της τράπεζας θα είχε ως αποτέλεσμα μείωση των μπόνους που θα τους καταβάλλονταν». Πάντως οι κύριοι Ηλιάδης και Κυπρή το 2008 απαρνήθηκαν τα μπόνους τους, ύψους €288.000 και €135.000 αντίστοιχα, λόγω του ότι η οικονομική κρίση θα συνεχιζόταν και το 2009.
Επιπρόσθετα, μέχρι και την περίοδο που λήφθηκε η απόφαση για την απομείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, η Τράπεζα δεν φαινόταν πρόθυμη να καταβάλει κινήσεις μετριασμού και αυτό καθώς η έκθεσή της επιδεινωνόταν. Η Τράπεζα παρουσιαζόταν απρόθυμη να προχωρήσει σε απο-επένδυση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της ή να αγοράσει ασφάλιστρα κινδύνου μειώνοντας έτσι τα κέρδη της.
Ειδικότερα, το 2011 έγινε ανεπίσημη πρόταση για αγορά ασφάλιστρων κινδύνου, ενώ όμως τα σπρεντ των ελληνικών ομολόγων διευρύνονταν σε μεγάλο βαθμό. Το Treasury παρουσίασε πρόταση στον κ. Ηλιάδη, αλλά το κόστος αγοράς ασφάλιστρων κινδύνου ήταν €300 εκ. που αντιστοιχούσε σε ολόκληρη την κερδοφορία του ομίλου.
Ο Α&Μ σημειώνει η κυριαρχία υψηλόβαθμων εκτελεστικών στελεχών και ειδικότερα του κ. Ηλιάδη και του Νικόλα Καρυδά, Διευθυντή Διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου και αγορών του ομίλου, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας κουλτούρας σύμφωνα με την οποία ότι οι αποφάσεις της διοίκησης δεν αμφισβητούνται.
Σε σχέση με τον κ. Καρυδά, το πόρισμα αναφέρει ότι το ότι κατείχε διπλό ρόλο «δεν αποτελούσε την καλύτερη πρακτική και συνιστούσε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων».
Για την έρευνα στον υπολογιστή του κ. Ηλιάδη αναφέρεται ότι ύστερα από εξέτασή του από τους ειδικούς της Α&Μ, διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποιήθηκε λογισμικό διαγραφής στοιχείων. Οι τεχνικοί εξασφάλισαν επίσης το σκληρό δίσκο από το φορητό υπολογιστή που πήρε μαζί του ο κ. Ηλιάδης όταν αποχώρησε από την τράπεζα, οπόταν διαπίστωσαν ότι αυτός χρησιμοποιήθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 2008, ενώ χρησιμοποιήθηκε εκ νέου για μικρό χρονικό διάστημα στις 23 Οκτωβρίου του 2012. Η ανάκτηση στοιχείων δεν κατέδειξε μαζικές διαγραφές στοιχείων και ότι υπήρχε μόνο μικρός αριθμός ηλεκτρονικών μηνυμάτων στο σκληρό δίσκο.
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες της Α&Μ, μεγάλος αριθμός στοιχείων και συγκεκριμένα 13.000 έγγραφα φαίνεται ότι διαγράφησαν από τον υπολογιστή του Χριστάκη Πατσαλίδη, Ανώτερο Διευθυντή του Treasury του ομίλου.
Για την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, το πόρισμα αναφέρει ότι το Τμήμα Εποπτείας «ήταν δυνητικά υποστελεχωμένο και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να παρακολουθήσει αποτελεσματικά τις δράσεις της Τράπεζας Κύπρου» και προσθέτει: Η συχνότητα της παρακολούθησης της αγοράς ελληνικών ομολόγων και η καθυστέρηση λήψης στοιχείων «είχε ως αποτέλεσμα η ΚΤΚ να μην είχε ολοκληρωμένη εικόνα για τις συναλλαγές της Τράπεζας Κύπρου σε ελληνικά ομόλογα».