Η Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Χρυστάλλα Γιωρκάτζη διατύπωσε την άποψη ότι δεν θα πρέπει να υιοθετούνται δημοσιεύματα του ξένου Τύπου για το θέμα της της έκτακτης ρευστότητας (ELA) που εξασφάλισε η Λαϊκή Τράπεζα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
«Δεν πρέπει να αυτομαστιγωνόμαστε», είπε χαρακτηριστικά, μιλώντας ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, όταν ρωτήθηκε για το θέμα, χωρίς να επεκταθεί περαιτέρω.
Το όλο ζήτημα ήρθε στη δημοσιότητα ύστερα από δημοσίευμα της New York Times, η οποία επικαλούμενη πρακτικά των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ την επίμαχη περίοδο, έγραψε ότι ο Πρόεδρος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας Γενς Βάιντμαν αμφισβητούσε το ύψος των εξασφαλίσεων που κατέθετε η Λαϊκή Τράπεζα έναντι του ELA και διαφωνούσε με την παροχή ρευστότητας σε μια τράπεζα που δεν ήταν φερέγγυα.
Τις θέσεις αυτές απέρριψε με ανακοίνωσή του ο τέως Διοικητής της ΚΤΚ Πανίκος Δημητριάδης, ενώ νέα δημοσιεύματα από την Financial Times και το BBC υποστήριξαν ότι το ύψος των εξασφαλίσεων της Λαϊκής Τράπεζας υπολογίζετο ως €1 δις λιγότερο από τον ELA και ότι τις επιφυλάξεις Βάιντμαν συμμερίζονταν μερικώς και οι Διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών της Ολλανδίας και της Γαλλίας.
Αρμόδια πηγή παρατήρησε ότι τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν κατά τρόπο παραπλανητικό. Αναγνώρισε μεν ότι όντως υπήρχε διαφορά μεταξύ του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και της ΚΤΚ αναφορικά με την εκτίμηση του ύψους των εξασφαλίσεων που κατέθετε η Λαϊκή Τράπεζα, μια διαφορά που ανερχόταν στο €1 δις, σημειώνοντας δε ότι ο εξασφαλίσεις είτε υπερκάλυπταν τον ELA.
Οι εξασφαλίσεις, σημείωσε η ίδια πηγή, που είχαν κατατεθεί ήταν €17,9 δις, ενώ – λόγω του κινδύνου που συνόδευε την κυπριακή οικονομία – η αξία τους απομειώθηκε στα €11,5 δις σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΚΤΚ, ενώ με βάση τους υπολογισμούς αρμόδιας επιτροπής του ΔΣ της ΕΚΤ η αξία των εξασφαλίσεων αυτών μειώνονταν περαιτέρω στα €10,5 δις.
Η ίδια πηγή σημείωσε πως όταν το θέμα συζητήθηκε στο ΔΣ της ΕΚΤ, ένα εκτελεστικό μέλος του ΔΣ παρατήρησε ότι και οι δύο μεθοδολογίες υπολογισμού της αξίας των εξασφαλίσεων ήταν αποδεκτές και παρατήρησε ότι και με τις δύο μεθόδους υπολογισμού οι εξασφαλίσεις υπερκάλυπταν το ύψος του ELA.