Φοβούνται νέο μνημόνιο στην Πορτογαλία – Το χρέος έφτασε στο 133%

Η σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας θεωρεί ότι δικαιώνεται με την πολιτική απεμπλοκής από τη λιτότητα. Οι αριθμοί ωστόσο άλλα λένε. Το χρέος έφτασε στο 133% και η αύξηση των φόρων αποθαρρύνει ξενους επενδυτές.

O πρωθυπουργός της Πορτογαλίας Αντόνιο Κόστα έχει κάθε λόγο να χαίρεται, σημειώνεται σε δημοσίευμα της Deutsche Welle. Το τελευταίο τρίμηνο η ανάπτυξη «έτρεξε» με 1,6% του ΑΕΠ, το ποσοστό ανεργίας είναι σταθερό στο 10% εδώ και καιρό και η χώρα έχει επιστρέψει άλλη μια δόση του χρέους της. Η Πορτογαλία βρίσκεται σε καλό δρόμο και αυτό ικανοποιεί ακόμη και την ΕΕ.

Λιγότερη λιτότητα, περισσότερη ανάπτυξη

Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος, που ανησυχεί τους οικονομολόγους. Το δημόσιο χρέος έχει σκαρφαλώσει στο 133,1% του ΑΕΠ, οι τόκοι δανεισμού άγγιξαν το 4%, οι τράπεζες δεν λειτουργούν και η οικονομία χρειάζεται επειγόντως επενδυτές. Άρα, η χώρα έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της για να φτάσει στο σωστό δρόμο. «Δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία, αλλά η τελευταία ανάπτυξη της οικονομίας αποδίδεται στην τουριστική κίνηση του καλοκαιριού», προσπαθεί να δώσει μιαν εξήγηση η Αουρόρα Τεϊξέρα, καθηγήτρια Οικονομίας.

Λόγω της παγκόσμιας αστάθειας ανθίζει η τουριστική βιομηχανία στην Πορτογαλία. Τουρίστες και επισκέπτες σε εκθέσεις πλημυρίζουν τη χώρα και ξοδεύουν πολλά χρήματα. Ωστόσο, το χειμώνα η εικόνα είναι διαφορετική και το βασικό, η Πορτογαλία χρειάζεται πιο εξισορροπημένη ανάπτυξη. «Πρέπει να παράγουμε περισσότερα εξαγώγιμα προϊόντα, εάν θέλουμε να λειτουργήσει και πάλι η οικονομία μας, όχι μόνο υπηρεσίες στον τουριστικό τομέα», επιμένει η οικονομολόγος.

Αντίθετη η άποψη της κυβέρνησης. Η τουριστική ανάπτυξη είναι βιώσιμη και αποτέλεσμα πλλών και διαφόρων πολιτικών επιλογών, υποστηρίζεται σε κυβερνητικούς κύκλους. Πολλά χρήματα έχουν ρεύσει σε εναλλακτικές μορφές του κλάδου, η Πορτογαλία δεν προφέρει μόνο ήλιο και παραλία, αλλά έχει γίνει προορισμός για όλες τις εποχές του χρόνου.

«Υπάρχει ακόμη μεγάλο περιθώριο δυνατοτήτων», δηλώνει ο Ζοάο Τειχέρα Λόπες, του οποίου το κόμμα στηρίζει την κυβέρνηση μειοψηφίας των Σοσιαλιστών. Η κατάσταση βελτιώθηκε λόγω της ακύρωσης πολλών μέτρων λιτότητας που είχε αποφασίσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Οι χαμηλοί φόροι ενίσχυσαν την κατανάλωση, κυρίως οι δημόσιοι υπάλληλοι αύξησαν την κατανάλωση και μαζί τα φορολογικά έσοδα. «Η Πορτογαλία έδειξε ότι μπορεί να τα καταφέρει οικονομικά χωρίς τη θηλιά της λιτότητας», επιχαίρει ο Ζοάο Τειχέρα Λόπες.

Πηγή εσόδων ο τουρισμός, αλλά δεν επαρκεί

Το κράτος όμως πρέπει να κάνει οικονομία; Εδώ οι απόψεις διίστανται. Η διαμάχη για την πολιτική λιτότητας ξέσπασε και πάλι και τα μέτωπα έχουν σκληρύνει. Οι κομμουνιστές και το αριστερό μπλοκ θέλουν ανάπτυξη με περισσότερες δημόσιες δαπάνες. Η συντηρητική αντιπολίτευση και οι οικονομολόγοι προειδοποιούν για τις συνέπειες και ζητούν να βάλει η χώρα τάξη στα του οίκου της. «Δεν είναι δυνατόν να ξοδεύουμε περισσότερα χρήματα από όσα έχουμε» τονίζει η οικονομολόγος Αουρόρα Τεϊξέρα. «Είναι καλύτερο να κάνουμε τώρα κάποιες θυσίες για να λειτουργήσει και πάλι η οικονομία και να μπορέσει αργότερα η χώρα να μοιράσει πιο δίκαια τον παραχθέντα πλούτο». Αυτήν την άποψη πρεσβεύουν και οι εργοδότες που έχουν κηρύξει τον πόλεμο στην κυβέρνηση, ιδιαίτερα στο θέμα του κατώτατου ημερομισθίου.

Οι σοσιαλιστές υποσχέθηκαν ότι μέχρι το τέλος της κοινοβουλευτικής θητείας τους θα ανεβάσει το κατώτατο μισθό στα 600 ευρώ, ενώ τον επόμενο χρόνο από τα 530 στα 557 ευρώ. Χωρίς εμάς, της απαντούν τα συνδικάτα εργοδοτών. Για να σταθεί στο διεθνή ανταγωνισμό και το εμπόριο η βιομηχανία χρειάζεται χαμηλό εργατικό κόστος, ειδάλλως θα εξανεμιστεί έστω και το μικρό ποσοστό ανάπτυξης. «Θα πρέπει να γίνουν οικονομίες για πολλά χρόνια, εάν θέλουμε να βγούμε από την κρίση», επιμένει η οικονομολόγος. Μόνο βαθιές δομικές αλλαγές θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη χώρα για να βγει από τη συνεχή μιζέρια. Ανάμεσα σε αυτές ανήκει και η μείωση των δημοσίων δαπανών. Κι αυτές ανεβαίνουν συνεχώς, η ανάπτυξη δεν έρχεται και ως αποτέλεσμα αυξάνονται οι φόροι. Αυτό φοβίζει τους ξένους επενδυτές με αποτέλεσμα να οδηγείται η Πορτογαλία και πάλι στο γκρεμνό.