Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Γιώργος Σαββίδης παρέστη σήμερα στη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, όπου συζητήθηκαν τα σημεία – τροπολογίες στα οποία εστιάζεται η αναπομπή, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Νίκο Αναστασιάδη, του Νόμου για τις παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.
Είναι δύο οι τροπολογίες στις οποίες εστιάζουμε και οι οποίες μπήκαν στο τελικό κείμενο του Νόμου αυτού κατά τη ψήφισή του, ανέφερε σε δηλώσεις του μετά από τη συνεδρία ο κ. Υπουργός. «Η μια τροπολογία προσθέτει στην ‘εύλογη υποψία’ που υπήρχε στο αρχικό νομοσχέδιο της Κυβέρνησης σωρευτικά ακόμη δύο κριτήρια: τον ‘σοβαρό λόγο’ και την ‘αναγκαιότητα’ για την παρακολούθηση. Αυτό δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στην αιτιολόγηση του εντάλματος παρακολούθησης από τον αρμόδιο Δικαστή, τα οποία, κατά τη γνώμη του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Γενικού Εισαγγελέα που τον συμβούλευσε, καθιστούν πολύ πιο δύσκολη την πρακτική εφαρμογή του Νόμου αυτού», είπε.
Θέλουμε ένα Νόμο ο οποίος να μπορεί να είναι ευέλικτος και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την καταπολέμηση του πολύ σοβαρού εγκλήματος, συνέχισε ο κ. Σαββίδης, προσθέτοντας ότι «είχαμε συγκατατεθεί – κι αυτό αναγνωρίστηκε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις – σε διάφορες τροπολογίες, οι οποίες είχαν σκοπό να καθησυχάσουν τους βουλευτές ότι περιορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η οποιαδήποτε δυνατότητα κατάχρησης από τον οποιονδήποτε.»
Σε ό,τι αφορά στον δεύτερο λόγο αναπομπής, δηλαδή την τροπολογία για την επέκταση του απόρρητου των επικοινωνιών δικηγόρου – πελάτη, όπως ο κ. Υπουργός ανέφερε, «η τροπολογία αυτή όπως υιοθετήθηκε, καθιστά ουσιαστικά παράνομη την παρακολούθηση οποιαδήποτε τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου – πελάτη. Υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες στον τρόπο εφαρμογής αυτού του θέματος, πέραν του ότι ουσιαστικά το γνωστό και καλώς νοούμενο επαγγελματικό απόρρητο επεκτείνεται σε ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό, σε σημείο που ο Γενικός Εισαγγελέας έχει την άποψη ότι όπως πέρασε, παραβιάζει συνταγματικά το Άρθρο 28 του Συντάγματος σε θέματα μη ίσης μεταχείρισης των δικηγόρων σε σχέση με άλλους πολίτες.»
Πρόσθεσε ακόμη πως τα θέματα αυτά συζητήθηκαν με τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών στη διάρκεια της σημερινής συνεδρίας. «Ακούσαμε τις απόψεις όλων των βουλευτών και προσπαθήσαμε να δώσουμε τις αναγκαίες απαντήσεις, τόσο εγώ από πλευράς της εκτελεστικής εξουσίας όσο και η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα.
Το θέμα θα συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής την ερχόμενη Παρασκευή και ελπίζω ότι θα γίνει δεχτή η αναπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας, για να μπορέσουμε να έχουμε έναν Νόμο, ο οποίος να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποτελεσματικό εργαλείο για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος», επεσήμανε ο κ. Σαββίδης.
Ερωτηθείς σχετικά, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως πρόσθεσε ότι «καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της συζήτησης, άκουγα με προσοχή τα Κόμματα και επειδή αντιλαμβάνομαι ότι εύλογα υπήρχε μια ανησυχία από όλους τους βουλευτές ότι θα έπρεπε να προστατευθεί το καλώς νοούμενο επαγγελματικό απόρρητο των δικηγόρων, είχα εκφράσει στην Επιτροπή την πρόθεσή μου να το διασφαλίσω με ρητό τρόπο σε αυτό το νομοσχέδιο, παρόλο που θεωρώ ότι ισχύει ούτως ή αλλιώς, έστω κι αν δεν το λέει ρητά ο νόμος. Δηλαδή, όπου γίνεται μια καλώς νοούμενη συζήτηση μεταξύ πελάτη και δικηγόρου δεν μπορεί αυτή να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο.»
«Είχα παρουσιάσει ένα κείμενο το οποίο καθορίζει ακριβώς αυτό, δηλαδή το ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, είτε πολιτικό είτε ποινικό, το προϊόν οποιαδήποτε παρακολούθησης συνομιλίας δικηγόρου – πελάτη, η οποία άπτεται θεμάτων επαγγελματικού απορρήτου δικηγόρων, όπως αυτό καθορίζεται από τον περί Δικηγόρων Νόμου και από τους περί Δικηγόρων Κανονισμούς, για να μην υπάρχει η οποιαδήποτε αμφιβολία ότι εκείνο που είναι το καλώς νοούμενο συμφέρον του επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων δεν επηρεάζεται καθ’ οποιοδήποτε τρόπο. Αλλά αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι εντελώς διαφορετικό από την απαγόρευση της παρακολούθησης της οποιασδήποτε συνομιλίας. Αυτό που συζητούσαμε, είναι πώς, μέσα στο πλαίσιο της αναπομπής, είναι εφικτό να μπει αυτή η τροπολογία σε περίπτωση που υπάρχει πλειοψηφία προς αυτήν την κατεύθυνση», σημείωσε.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, ο κ. Σαββίδης υπογράμμισε πως είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει το δικαίωμα των παρακολουθήσεων. «Κι όχι μόνο δεν το έχουμε, αλλά και τώρα που αν το αποκτήσουμε, κι όντως θα είμαι πολύ ευτυχής αν το αποκτήσουμε, θα είναι για συγκεκριμένα πάρα-πάρα πολύ σοβαρά αδικήματα που καθορίζονται στον Νόμο και το Σύνταγμα. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό θα δημιουργήσει επιπρόσθετες απαιτήσεις εάν ο Νόμος περάσει, και σίγουρα όταν παρέχεις ένα νέο σημαντικό εργαλείο στην καταπολέμηση του εγκλήματος, αναμένεις ότι κάποια στιγμή θα υπάρχουν και αποτελέσματα. Και θέλω να πιστεύω ότι ο επαγγελματισμός και η ικανότητα της Αστυνομίας, της οποίας έχω την τιμή να είμαι ο πολιτικός προϊστάμενος, είναι τέτοιος που θα αξιοποιήσει σωστά αυτό το εργαλείο και ελπίζω ότι με τον τρόπο αυτό, θα μπορέσουμε να διαλευκάνουμε σοβαρά εγκλήματα, τα οποία μέχρι τώρα δεν μπορέσαμε ή δεν μπορούσε η Αστυνομία να διαλευκάνει, γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολη η διαλεύκανσή τους, όπως το θέμα της διαφθοράς και της χειραγώγησης ποδοσφαιρικών αγώνων. Όπως ξέρετε, σε όλες τις χώρες όπου οι Αρχές οδηγήθηκαν σε σύλληψη κυκλωμάτων χειραγώγησης ποδοσφαιρικών αγώνων, αυτό επιτεύχθηκε μόνο μετά από παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων», επεσήμανε ο κ. Υπουργός.