Το «Ελληνικό Ζήτημα» και ο γερμανικός οικονομικός ηγεμονισμός

Δρ. Νίκος Παναγιωτίδης* –  Δημοσιογράφος-Διεθνολόγος, επικεφαλής ΓΕΩΠΑΜΕ

Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και η δεδηλωμένη πρόθεση της νέας ελληνικής κυβέρνησης να αντισταθεί στις πολιτικές της μνημονιακής λιτότητας που επιβάλλει η Τρόικα, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, επαναφέρει στο προσκήνιο την διελκυστίνδα που υφίσταται μεταξύ των οικονομικά ισχυρών χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά και των αδύναμων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.

Σε αυτήν τη διελκυστίνδα η Γερμανία κατέχει περίοπτη ηγεμονική θέση. Αυτό ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει. Η Γερμανία είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη του πλανήτη μετά την Κίνα. Την ώρα που οι πολίτες των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) λιμοκτονούν στην κυριολεξία, η Γερμανία καταγράφει εμπορικά πλεονάσματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιούλιο του 2014 κατέγραψε εμπορικό πλεόνασμα ρεκόρ 23,4 δισ. ευρώ, ενώ το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2014 το εμπορικό της πλεόνασμα ανήλθε στα 122 δισ. ευρώ.

Υπάρχουν δύο οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί κάποιος να προσεγγίσει την ελληνική κρίση. Η μία είναι η γερμανική θεώρηση των πραγμάτων, που υποδεικνύει στην Αθήνα ότι κανείς δεν την υποχρέωσε να μπει σε μνημόνιο και συνεπώς η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει το χρέος της.

Από την άλλη, η οπτική της Αθήνας και άλλων εξαρτημένων οικονομικά χωρών είναι πως οι πολιτικές που επιβάλλουν οι τροϊκανοί είναι ατελέσφορες, οδηγούν σε περαιτέρω ύφεση τις χώρες που τις ακολουθούν, και δεν δημιουργούν προοπτικές εξόδου από την κρίση. Άρα, λοιπόν, γιατί να συνεχίσει μια χώρα να ακολουθεί κατά γράμμα τις όποιες δεσμεύσεις τής επιβλήθηκαν αφού στο τέλος της ημέρας δεν θα οδηγήσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές;

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Βερολίνο ευνοείται από την υποτίμηση του ευρώ, καθώς διατηρεί μια ακμαία ανταγωνιστική οικονομία. Με άλλα λόγια, η υποτίμηση του κοινού νομίσματος αποδίδει οικονομικά οφέλη για τη Γερμανία και οικονομικές ζημίες για την Ελλάδα και τις άλλες αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες.

Σύμφωνα με ειδικούς στα διεθνή οικονομικά, τυχόν αποχώρηση της Ελλάδας και άλλων χωρών από την Ευρωζώνη θα ζημιώσει τα μέγιστα τις εξαγωγές της Γερμανίας. Η θεωρία του ντόμινο έχει κάποια βάση, έστω και αν αρκετοί αρνούνται να το παραδεχτούν.

Η ενοποίηση της Γερμανίας από τον καγκελάριο της Πρωσίας Μπίσμαρκ το 1871 αποτέλεσε την απαρχή αυτού που ονομάστηκε «Γερμανικό Ζήτημα». Ένα πανίσχυρο κράτος στην καρδιά της Ευρώπης, το οποίο προκαλούσε τεράστιες ανασφάλειες στις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Οι ηγεμονικές τάσεις της Γερμανίας διαφάνηκαν στους δυο παγκόσμιους πολέμους, όταν επιχείρησε να διαταράξει την ευρωπαϊκη-ευρασιατική ισορροπία ισχύος και να οδηγήσει την Ευρώπη σε ηγεμονική ολοκλήρωση. Η υπερσυγκέντρωση στρατιωτικής ισχύος στηριζόταν στα γερά θεμέλια της οικονομικής βιομηχανικής βάσης.

Η ήττα της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μετά την εμπλοκή των ΗΠΑ έθεσε τέρμα στους ηγεμονικούς της σχεδιασμούς. Πλέον, παρόλο που η Γερμανία έχει μεγάλο δημογραφικό δυναμικό (πληθυσμό) και γερά οικονομικά θεμέλια, δεν έχει το στάτους της Μεγάλης Δύναμης, καθώς εξαρτά την ασφάλειά της από την αποτρεπτική δύναμη των ΗΠΑ. Δρώντας ως παράκτιος εξισορροπιστής, οι ΗΠΑ διατηρούν στη Δυτική Ευρώπη πάνω από 100.000 στρατιώτες εξαλείφοντας με αυτό τον τρόπο τα αίτια του ανταγωνισμού μεταξύ της Γερμανίας και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Ωστόσο, σε οικονομικό επίπεδο η Γερμανία συνεχίζει ακάθεκτη την πολιτική της επιβολής οικονομικής ηγεμονίας στις αδύναμες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.

Σε στρατηγικό επίπεδο, το Βερολίνο θα συνεχίσει να διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο στο διεθνές σύστημα. Αυτό έχει διαφανεί από τους χειρισμούς της Γερμανίας στην ουκρανική κρίση, αλλά και από την ευρωπαϊκή κρίση εν γένει.

Ωστόσο, οι περιορισμένες στρατιωτικές της δυνατότητες θα θέτουν περιορισμούς στους στρατηγικούς της σχεδιασμούς.

Σε τελική ανάλυση, η Γερμανία είναι πολύ ισχυρή οικονομικά για να αγνοηθεί, αλλά και πολύ ανίσχυρη στρατιωτικά για να επιβάλει τη βούλησή της σε μακροσκοπικό στρατηγικό επίπεδο.

NICK PANAYIOTIDES