Ήταν αρχές της δεκαετίας ’80, με νωπές τις πληγές του 1974, καθώς υπηρετούσε την 26μηνη στρατιωτική του θητεία. Στις λιγοστές εξόδους του, περιφερόταν στην Λευκωσία όπως κι άλλοι στρατιώτες, αναζητώντας συνήθως ερωτική περιπέτεια. Για επιστροφή στο στρατόπεδο, κατέληγε το βράδυ σε ζαχαροπλαστείο στην πλατεία της πόλης, από όπου έπαιρνε το λεωφορείο για το Σταυροβούνι. Εκεί εργαζόταν μια κοπέλα, 25 περίπου χρονών, από χωριό της περιοχής του, που όπως άκουσε, υπήρξε κάποτε αρραβωνιασμένη. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ήταν η περιπέτεια που έψαχνε. Καθώς εκείνη πηγαινοερχόταν σερβίροντας, της έκανε επίμονα σχόλια:
- «Είστε πρόσφυγας; Είστε αρραβωνιασμένη; Είμαστε κοντοχωριανοί. Έχετε αδέλφια; Πού μένετε;»
Η κοπέλα απαντούσε κάποτε, μάλλον από ευγένεια και σχεδόν μονολεκτικά, αλλά εκείνος συνέχιζε.
- Θέλω να μάθω κι άλλα … έξω από εδώ, της είπε ένα βράδυ. Το «θέλω να μάθω κι άλλα έξω από εδώ» το επαναλάμβανε συχνά, πριν φύγει για το λεωφορείο.
Ένα βράδυ –ημέρες των μαύρων επετείων του 1974– οι συγγενείς των αγνοουμένων γέμισαν την κεντρική λεωφόρο σαν μαύρο ανθρώπινο ποτάμι θρήνου. Γέροντες, γριές, μεσήλικες, νεαρές κοπέλες, γυναίκες σύζυγοι με παιδιά, όλοι μαυροφορημένοι, κρατώντας φωτογραφίες των αγαπημένων τους. Πώς ο ίδιος βρέθηκε ανάμεσά τους δεν κατάλαβε, αλλά ξεχώριζε με την στρατιωτική του στολή, και για αυτό αποσύρθηκε προς το ζαχαροπλαστείο, με το μαύρο ποτάμι να προχωρά, καθώς στις καφετέριες της λεωφόρου κάθονταν αμέριμνοι θαμώνες. Όταν έφτασε στο ζαχαροπλαστείο, έμαθε πως η σερβιτόρα θα ερχόταν σε καμιά ώρα, όπως και έγινε.
- Θα σας πεθύμησε ο αρραβωνιαστικός, σχολίασε μόλις πέρασε δίπλα του. Αν σας είχα εγώ, θα σας πεθυμούσα συχνότερα, της είπε μόλις ξαναπέρασε. Πότε θα μάθω και άλλα έξω από εδώ …, τη ρώτησε.
- Απόψε, του είπε. Κι εκείνος προσπαθούσε να κρύψει την χαρά του που το θέμα προχωρούσε.
Έκλεισε το μαγαζί και πήγαν στο μικρό της διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία παραδίπλα.
- Πήγαινε στην κουζίνα και έρχομαι σε λίγο για να μάθεις κι άλλα, για τον αρραβωνιαστικό μου και για την πορεία σήμερα, που είδα ότι άφησες στη μέση, του είπε.
Εκείνος προχώρησε στην κουζίνα και στο μισοσκόταδο διέκρινε μια φωτογραφία στο τραπέζι. Ήταν ένας καταδρομέας με την στολή του, τα διακριτικά και τον μπερέ στο κεφάλι. Έσκυψε μέσα στο λιγοστό φως και διάβασε το όνομα: «Καταδρομέας Κύπρος Έλληνας. Αγνοούμενος».
Τότε κατάλαβε… Άνοιξε την πόρτα και τρικλίζοντας κατέβηκε τις σκάλες. Πήγε στον απέναντι Δημοτικό κήπο και κοίταξε πάνω τη βροχή μέσα στη νύχτα, που έπεφτε καλοκαιριάτικα στο πρόσωπό του. Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του Πέτρου, του μαθητή του Χριστού. Πριν λαλήσει ο κόκορας, Τον αρνήθηκε τρεις φορές και «εξελθών έκλαυσε πικρώς».
Το λεωφορείο για το Σταυροβούνι είχε φύγει. Καθώς η βροχή δυνάμωνε, περπάτησε μόνος του στη λεωφόρο, ολόκληρη τη διαδρομή μέχρι το τέλος, από όπου πέρασε πριν το μαύρο ποτάμι. Σήμερα, στα καταστήματα της λεωφόρου συχνάζουν αμέριμνοι πελάτες, καθώς άλλοι βιώνουν αποτραβηγμένοι τον πόνο τους.
Κώστας Μαυρίδης,
Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D),
Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο