Το αδίκημα της ιδιοποίησης σύμφωνα με τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Σύμφωνα με το Άρθρο 39 ΚΕΦ. 148, «….Iδιoπoίηση συvίσταται σε παράvoμη φυσική πράξη η oπoία επηρεάζει κιvητή ιδιoκτησία και εδραιώvει αξίωση vα χειρίζεται κάποιος αυτή με τρόπο ασυμβίβαστo με τα δικαιώματα oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ δικαιoύται στηv άμεση κατoχή της».

Σε συνέχεια των πιο πάνω, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ιδιοποίησης, ως ακολούθως:

1) Απαιτείται φυσική πράξη, η οποία να αποβλέπει στην καταστροφή, αλλοίωση/μετατροπή της ίδια της κινητής ιδιοκτησίας, ή φυσική πράξη που δύναται να χρησιμοποιηθεί με τρόπο ασυμβίβαστο ως προς τα δικαιώματα του νόμιμου κατόχου ή ιδιοκτήτη.

2) Η φυσική αυτή πράξη, για την οποία γίνεται λόγος πιο πάνω, θα πρέπει να είναι παράνομη, δηλαδή ο νόμιμος κάτοχος να μην συγκατατέθηκε σε κάτι τέτοιο.

3) Επιπλέον απαραίτητο συστατικό για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της ιδιοποίησης, είναι η εδραίωση αξίωσης χειρισμού της κινητής ιδιοκτησίας κατά τρόπο, ο οποίος να αντιστρατεύεται τα νόμιμα δικαιώματα του εκάστοτε κατόχου.

Το συστατικό στοιχείο το οποίο αναφέρεται στην εδραίωση αξίωσης χειρισμού της ιδιοκτησίας κατά τρόπο που να αντιστρατεύεται τα δικαιώματα του νόμιμου κατόχου, είναι αυτό το οποίο διαφοροποιεί το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης από το αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε κινητή ιδιοκτησία. Το τελευταίο συνιστά αδίκημα κατ’ εξακολούθηση και δεν στοχεύει στην μόνιμη αποστέρηση/κατοχή και έλεγχο. Σχετική υπόθεση η Foulds v Willoughby (1841) 8 M & W 540, στην οποία αποφασίστηκε ότι δεν διαπράχθηκε το αδίκημα της ιδιοποίησης επειδή ο Εναγόμενος με τις πράξεις του δεν επιδίωξε να οικειοποιηθεί την κινητή ιδιοκτησία του Ενάγοντα αλλά ούτε και επέφερε καταστροφή και/ή αλλοίωση στην εν λόγω κινητή περιουσία.

Όπως έχει καταγραφεί και πιο πάνω, η ιδιοποίηση δεν συνιστά αδίκημα κατ’ εξακολούθηση αλλά αντιθέτως αυτή συντελείται από την ώρα που η παράνομη πράξη του Εναγομένου εδραιώνει αξίωση χειρισμού. Στην υπόθεση Panayi v Artemiou & Others (1976), οι Εναγόμενοι κρίθηκαν ένοχοι για το αδίκημα της ιδιοποίησης όπως και για το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης. Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν από την μια να επιστρέψουν το αυτοκίνητο στον Ενάγοντα μετά την ακύρωση της μεταξύ τους σύμβασης (παράνομη κατακράτηση) και από την άλλη, με την πράξη τους ενήργησαν αντίθετα ως προς τα νόμιμα δικαιώματα του κατόχου επί της κινητής ιδιοκτησίας (ιδιοποίηση).

Το αδίκημα του Άρθρου 39 ΚΕΦ. 148 δύναται να συντελεσθεί ακόμη και αν ο Εναγόμενος ειλικρινά πίστευε ότι η κινητή ιδιοκτησία του ανήκε νόμιμα. Δηλαδή, κάποιος ο οποίος καλόπιστα και/ή μετά από λανθασμένη εκτίμηση προβαίνει σε εκούσια πράξη, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του νόμιμου κατόχου της κινητής ιδιοκτησίας, δύναται να διαπράττει το αδίκημα της ιδιοποίησης έστω και αν δεν διακατεχόταν από κακόβουλη πρόθεση.

Τα Δικαστήρια δύνανται να διατάξουν επιστροφή της ιδιοκτησίας που οικειοποιήθηκε στο νόμιμο κάτοχο της, όπως επίσης και οποιαδήποτε άλλη εύλογη θεραπεία.

*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας