Τη μνήμη των πεσόντων κατά την τουρκική εισβολή τίμησε σήμερα ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στο πλαίσιο των αποκαλυπτηρίων μνημείου προς τιμή των πεσόντων Κυπρίων και Ελλαδιτών κατά το 1974. Ο Νίκος Αναστασιάδης στο χαιρετισμό του τόνισε: “Με αισθήματα χρέους προσήλθαμε σήμερα εδώ για να τελέσουμε τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα που έχει αφιερωθεί στους εξ’ Ελλάδος αδελφούς στρατιώτες και στους εθνοφρουρούς της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίοι έπεσαν μαχόμενοι υπέρ πίστεως και πατρίδος, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974.
Ένα μνημείο που αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής, στους ανθρώπους που έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν για την πατρίδα, ενώ υμνεί ταυτοχρόνως τον αγώνα του αγωνιστή στρατιώτη που χάθηκε έχοντας το βλέμμα του στραμμένο προς τις κατεχόμενες περιοχές μας.
Η αγάπη τους για την ελευθερία, την Ελλάδα και την Κύπρο μας, καθώς και η θυσία τους για την υπεράσπιση της δικής μας ελευθερίας, τιμής αλλά και αξιοπρέπειας, γίνεται για εμάς φάρος και οδηγός για τη συνέχιση του δίκαιου αγώνα της επανένωσης της πατρίδος μας και της απαλλαγής της από τα κατοχικά στρατεύματα.”.
Σνεχίζοντας στους ίδιους συναισθηματικούς τόνους ο Νίκος Αναστασιάδης πρόσθεσε:” Κυρίες και κύριοι,
Συναισθανόμενοι τα συνεκτικά στοιχεία που τους ενώνουν και τα οποία συνοψίζονται στο ομόαιμον, το ομόθρησκον, το ομόγλωσσον και το ομότροπον, και προσηλωμένοι στις προαιώνιες αξίες της φυλής τους, τα ηρωικά παιδιά της Ελλάδος, πολεμώντας πλάι στα ηρωικά τέκνα της Κύπρου, πότισαν με το αίμα τους προκειμένου να διασωθεί η αξιοπρέπεια και η εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μόνο περήφανος θα μπορούσα να νιώθω όπως και όλοι μας για τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, γιατί ξέρω πως ποτέ δεν έλειψαν σε ολόκληρη την ιστορική μας πορεία, εκείνοι που ήσαν έτοιμοι να δώσουν τη ζωή του ως ό,τι πιο πολύτιμο διέθεταν, προκειμένου να διατηρήσουμε την ελευθερία μας.
Η ιστορία αποκτά κοινωνική αξία όταν διδάσκει. Και η θυσία των Ελλαδιτών αδερφών και των εθνοφρουρών μας που έπεσαν υπερασπιζόμενοι την Κυπριακή Δημοκρατία, έχει ήδη γραφτεί στην ιστορία ως μια τεράστιας σημασίας εθνική προσπάθεια για να διατηρηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία εν ζωή.
Συνειδητοποιούμε πως εκείνο που θέλουμε είναι μια πατρίδα που δεν θα έχει ανάγκη από νέους που θα δώσουν τη ζωή τους. Πως διεκδικούμε μια πατρίδα, όπου όλοι οι κάτοικοί της θα εργάζονται για την πρόοδο και την προοπτική, για να κάνουν αυτό το κομμάτι γης ένα παράδειγμα ειρηνικής συμβίωσης και προκοπής.” Αναφερόμενος στην προοπτική των διαπραγματεύσεων επισήμανε πως: ” Την εβδομάδα που διανύσαμε, συμπληρώσαμε δύο ακριβώς χρόνια δύσκολης διαπραγμάτευσης, δύο χρόνια που όπως γνωρίζετε, βρισκόμαστε στο τραπέζι του διαλόγου σε μια εργώδη προσπάθεια αναζήτησης λύσης για το Κυπριακό.
Σε όλο αυτό το διάστημα των συνομιλιών έχουμε επιτύχει συγκλίσεις σε κεφαλαιώδη ζητήματα και καταγράψαμε θέσεις, που μου επιτρέπουν να μπορώ να πω ότι συνιστούν σημαντική πρόοδο, αλλά και ταυτόχρονα δεν μπορώ να αποκρύψω ότι, δυστυχώς, σε ουσιώδη θέματα υπάρχουν και παραμένουν διαφορές.
Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι δημιουργούνται εκ του μη όντος νέες διαφορές. Για αυτό και είναι, χωρίς καμία διάθεση αντιπαράθεσης, κάνω έκκληση προς όλες τις πολιτικές δυνάμεις και εκείνους που με κατηγορούν πως τάχα προβαίνω σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, αλλά και στους άλλους, που μου υπαγορεύουν πως πρέπει να συνεχίσω τάχα και αν εξαντλήσω τα περιθώρια.
Εάν υπήρξε, φίλες και φίλοι, πρόοδος, υπήρξε γιατί η ελληνοκυπριακή πλευρά επέδειξε, αν θέλετε, θάρρος, τόλμη και αποφασιστικότητα, έτσι ώστε να συναντήσουμε τις έγνοιες και τις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων, με την προσδοκία ότι ανάλογη θα ήταν και η δική τους ανταπόκριση. Όταν όμως διαπιστώνεις ότι αντί της καλής θελήσεως, παρατηρείται σκλήρυνση των θέσεων, διερωτώμαι γιατί καλούμαι, και τάχα ότι φέρω εξίσου την ευθύνη σε περίπτωση ναυαγίου των συνομιλιών.
Ουδέποτε επεδίωξα το ναυάγιο. Αντίθετα, μέσα από συγκεκριμένες πράξεις, που δέχθηκα και αυστηρή κριτική, απέδειξα ότι στόχος μου είναι η συνέχιση του διαλόγου. Αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους, όταν η επιδιωκόμενη προοπτική είναι να δημιουργήσουμε μια πατρίδα, ένα κράτος που να μπορεί να λειτουργεί, που να προασπίζεται και να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που να μπορεί να σταθεί σαν ευρωπαϊκό κράτος, όχι με πολίτες δεύτερης κατηγορίας, όχι ένα κράτος, το οποίο θα είναι παρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά ένα κράτος με ίσο λόγο όπως μέχρι σήμερα, πάνω στη βάση όπως έχει συμφωνηθεί.
Δεν είναι δυνατό να παραγνωρίζω εκείνες τις θέσεις που ανατρέπουν όσα λέω, που ανατρέπουν βασικές αρχές, που είμαι βέβαιος και το αποφεύγω εσκεμμένα αν δημόσια πω όσα διεκδικεί η άλλη πλευρά, διερωτώμαι τι θα πουν οι κριτές μου, ότι τάχα έχω διαφοροποιηθεί από τον στόχο της επανένωσης και της απελευθέρωσης.
Στόχος μου ποιος να είναι άραγε; Όραμά μου ήταν και παραμένει η επανένωση της πατρίδας μας, η απαλλαγή της από τα κατοχικά στρατεύματα, η δημιουργία ενός κράτους που να μπορεί, το επαναλαμβάνω, να λειτουργήσει, που δημιουργεί προϋποθέσεις ειρηνικής συμβίωσης, συνδημιουργίας και προκοπής, ασφάλειας για όλους και όχι μονομερώς για τους μεν και απειλή για τους δε.
Θέλω να βεβαιώσω όλους, αλλά και να αξιοποιήσω την έκκληση του Πατρός Ηλία, πως αυτή είναι η ώρα να δώσουμε τα χέρια. Όταν δέχεσαι απειλές και βρίσκεσαι ακόμα στον διάλογο των διαπραγματεύσεων, αντί των παραινέσεων –και θέλω να προσέχω τι λέω- για εξάντληση των περιθωρίων, καλό είναι να σταθούμε όλοι ενωμένοι για να αντιμετωπίσουμε τις απειλές και όχι ο ένας να προσπαθεί για άλλους λόγους να αποδώσει εις εκείνον που εκφράζει ακριβώς τις θέσεις του Εθνικού Συμβουλίου, τις όποιες σκοπιμότητες.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι θα συνεχίσω με την ίδια αποφασιστικότητα και τον διάλογο, αλλά γνωρίζω και ποιες είναι οι γραμμές, μέχρι πού μπορώ να υποχωρήσω, αλλά και πού δεν μπορώ να αποδεχθώ αν είναι να επιτύχουμε μια λύση που να την κάνει αποδεκτή και η ελληνοκυπριακή κοινότητα, μια λύση που να ανταποκρίνεται και στις ανησυχίες της ελληνοκυπριακής κοινότητας.” Και ο Νίκος Αναστασιάδης κατέληξε: “Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω πως αυτό που νοιώθω είναι ένα καθήκον απέναντι σε όσους εκφράζει αυτό το μνημείο τιμής σε όσους έδωσαν τη ζωή τους, αλλά και σε μας το δικαίωμα να διαπραγματευόμαστε για την αξιοπρέπεια της πατρίδας μας, για την απελευθέρωση της πατρίδας μας, για την ειρήνη και την αξιοπρέπεια όλων ανεξαιρέτως.
Θέλω να εκφράσω τα θερμότατα μου συγχαρητήρια στην Εκκλησιαστική Επιτροπή του Ιερού Ναού του Αποστόλου Λουκά, Αγίας Ειρήνης και Αγίου Θύρσου, η οποία είχε την πρωτοβουλία υλοποίησης του έργου.
Ιδιαίτερα όμως, παρακαλώ επιτρέψετε μου να συγχαρώ τον Οικονόμο Ηλία Παπαηλία, χωρίς το όραμα, τη συμβολή και την μεγάλη προσπάθεια του οποίου, το μνημείο δεν θα ήταν δυνατόν να ανεγερθεί.
Υψίστη συμβολική σημασία αποτελεί η επιλογή της ανέγερσης του μνημείου στον περίβολο χώρο της Εκκλησίας. Έναν χώρο που σχηματικά ονομάστηκε ως η πρωτεύουσα των προσφύγων, αφού εδώ οικοδομήθηκε ο πρώτος συνοικισμός προσφύγων μετά το 1974. Ο συνοικισμός φιλοξένησε πέραν των 2,000 προσφύγων από 98 διαφορετικά χωριά της κατεχόμενης πατρίδας και στέγασε τον πόνο των συγγενών 130 πεσόντων και αγνοουμένων της εισβολής μας.
Από σήμερα, ο προσκυνηματικός χώρος του ναού περιλαμβάνοντας το μνημείο των εθνοφρουρών που έπεσαν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα, αποκτά ευρύτερο πνευματικό πεδίο, αποδεικνύοντας τη βαθιά συνειδητοποίησης του ιστορικού ρόλου που επιτελείτε.
Αιωνία ας είναι η μνήμη των ηρωικά χαμένων. Θα είναι αιωνία, αν τους τιμήσουμε με έργα, αν συνεχίσουμε, όχι επιδιώκοντας να χυθεί αίμα, αλλά μέσα από τον ειρηνικό διάλογο, να επιτύχουμε αυτό που είναι επιθυμία ολόκληρου του Κυπριακού Ελληνισμού, και θέλω να ευελπιστώ και των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας.”