Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Ιωνάς Νικολάου με δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου συζήτησαν σήμερα το θέμα της ετοιμότητας των δικαστηρίων να χειριστούν τον όγκο εργασίας που αναμένεται να παρουσιαστεί με την ψήφιση από τη Βουλή του νόμου για την αφερεγγυότητα και τη διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων.
Ο κ. Νικολάου είπε μετά τη συνάντηση ότι “συζητήσαμε κάποια ειδικά θέματα που αφορούν κυρίως ζητήματα εφαρμογής του νόμου που αναμένεται να ψηφιστεί από τη Βουλή αναφορικά με τη νομοθεσία για την αφερεγγυότητα και τη διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων”.
Όπως είπε, συζήτησε με τους δικαστές ένα σχέδιο δράσης για να μπορέσουν να ανταποκριθούν τα δικαστήρια στον αναμενόμενο αριθμό υποθέσεων.
“Έγινε μια κοινή θα έλεγα διαπίστωση καθόσον αφορά το ζήτημα της παρατηρούμενης καθυστέρησης εκδίκασης υποθέσεων λόγω του αυξημένου αριθμού των υποθέσεων που έχουν καταχωρηθεί στα δικαστήριά μας, παρά τις προσπάθειες που έχουμε κάνει μέχρι στιγμής για να μπορέσουμε να βελτιώσουμε ή και να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες που δημιουργούνται συνεπεία των νέων αριθμών των υποθέσεων και το γεγονός ότι έχουμε προβεί σε αύξηση του αριθμού των δικαστών για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν υποθέσεις που αφορούν τα αξιόγραφα”, είπε.
Ο κ. Νικολάου σημείωσε ότι γίνεται ένας προβληματισμός γιατί με τον αριθμό των υποθέσεων αυτών που αναμένεται να καταχωρηθούν στα πλαίσια της αφερεγγυότητας και της διάσωσης επιχειρήσεων θα πρέπει τόσο οι διαδικασίες όσο και ο αριθμός των δικαστών να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες που θα δημιουργηθούν.
Συμφωνήθηκε, είπε, ότι θα ετοιμαστεί μια μελέτη από τους δικαστές για την αύξηση του αριθμού των υποθέσεων και του χρόνου εκδίκασης, η οποία θα αξιολογηθεί και από την κυβέρνηση, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον ο γενικότερος αριθμός των δικαστών είναι επαρκής για αντιμετώπιση αυτού του φόρτου εργασίας που δημιουργείται. Πρόσθεσε ότι έχουν επισημάνει ήδη οι δικαστές το γεγονός ότι η καθυστέρηση που παρατηρείται στην προώθηση και έγκρισης της σχετικής νομοθεσίας για τη σύσταση του διοικητικού δικαστηρίου αποτελεί και αυτό ένα σημαντικό εμπόδιο στην επιτάχυνση της διαδικασίας εκδίκασης των υποθέσεων, τουλάχιστον σε δεύτερο βαθμό δηλαδή στο εφετείο.
Ερωτηθείς για τον αριθμό των υποθέσεων που αναμένονται, είπε ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς αλλά σημείωσε ότι θα είναι σημαντικός.
“Γι` αυτό και έγινε αυτός ο προβληματισμός γιατί θέλουμε να μπορούν τα δικαστήρια τόσο διοικητικά όσο και σε θέμα χρόνου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που δημιουργούνται συνεπεία των νέων αυτών νομοθεσιών”, είπε.
Εξήγησε ότι οι νομοθεσίες προνοούν ότι θα πρέπει σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο να ολοκληρώνονται οι διαβουλεύσεις ή η προσπάθεια για διάσωση μιας επιχείρισης όπως επίσης και σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο θα πρέπει να ολοκληρώνονται οι συζητήσεις αναφορικά με την αφερεγγυότητα ενός φυσικού προσώπου.
“Για να μπορέσουν να ανταποκριθούν τα δικαστήρια σε αυτούς του χρόνους και τις απαιτήσεις χρειάζεται να ληφθούν κάποια μέτρα και κάποια από αυτά που θα απαιτηθούν έχουν να κάνουν με θέματα της ταχύτητας εκδίκασης των υποθέσεων και του φόρτου που θα δημιουργηθεί”, κατέληξε.