Tου Παναγιώτη Σταυρινίδη*
Πριν από μερικές μέρες βρέθηκα στο καταφύγιο σκύλων στην Αραδίππου.
Ομολογώ ότι δεν ήξερα τι να περιμένω πηγαίνοντας εκεί. Περισσότερο καλές εικόνες φανταζόμουν. Όσο να’ ναι, είτε έχει κανείς θετικά αισθήματα για τα ζώα, είτε ουδέτερα (αδυνατώ να φανταστώ πολιτισμένο άνθρωπο με εχθρικά), όταν σκέφτεται ένα μέρος όπου εγκαταλειμμένα σκυλιά βρίσκουν καταφύγιο, φαντάζεται μάλλον έναν χώρο γαλήνης. Ίσως και ευτυχίας.
Ζέστη.
Πολλή ζέστη. Ήταν κιόλας μεσημέρι, μια από τις πρώτες θερμές ημέρες που ο καιρός μας προειδοποιούσε για το καλοκαίρι που έρχεται. Εκεί μας περίμενε ο Χρήστος. Ο υπεύθυνος του καταφυγίου, υπέθεσα. Κατέβηκα, συστηθήκαμε, σταθήκαμε έξω από το μεγάλο κάγκελο της εισόδου. Γιατί δεν μπαίνουμε μέσα; Σκέφτηκα… αλλά δεν ρώτησα. Καθώς μας ενημέρωνε για το καταφύγιο, άρχισα να νιώθω ότι διστάζει.
Είστε σίγουροι ότι θέλετε να μπούμε μέσα;
Δεν ρώτησε αυτό, αλλά στο βλέμμα του αυτό έβλεπα. Δεν έχετε ξανάρθει, ε; ρώτησε τελικά. Όχι, απάντησα. Καταλάβαινα ότι αγαπούσε αυτό τον χώρο. Λάθος. Καταλάβαινα ότι λάτρευε τα σκυλιά που φιλοξενούνταν στον χώρο. Γύρω στα 180 ανά πάσα στιγμή, μας είπε. Μαζί με τα υπόστεγα που φαίνονταν απ’ έξω, και τα γαυγίσματα των σκυλιών, ένα περίεργο κτίσμα φαινόταν στο πλάι.
Και αυτό τι είναι, ρώτησα με αφέλεια καθώς ο Χρήστος άνοιγε το κάγκελο να μπούμε μέσα. Το ύφος του έγινε ακόμα πιο θλιμμένο. Ήταν όντως περίεργο κτίσμα, όμοιο του δεν είχα ξαναδεί. Στην Κύπρο τουλάχιστον. Στη βάση του έμοιαζε με ένα μεγάλο φούρνο, στρογγυλό, με ένα μεγάλο στόμιο και υψωνόταν από πάνω μια τεράστια καμινάδα, κάμποσα μέτρα ύψος.
Το “κρεματόριο”.
Αυτό, λέει ο Χρήστος, καθώς δεν είναι βέβαιο ότι θέλει να το ακούσουμε, είναι το κρεματόριο. Δεν θα άκουσα καλά, σκέφτηκα. Είπε κρεματόριο; Ναι φίλε, συνέχισε ο Χρήστος. Εδώ παλαιότερα (από εκείνη την στιγμή και μετά λίγα συγκράτησα στη μνήμη) κάποιοι εκτελούσαν σκυλιά με τα όπλα, πολλές φορές για χάζι, και τα έκαιγαν εκεί μέσα. Δεν μπορεί, κάποιο αρρωστημένο αστείο θα είναι, έκανα να πω, αλλά ο Χρήστος μίλαγε σοβαρά. Αλήθεια αυτό γινόταν, επέμενε.
Πλέον ήμουν βέβαιος ότι αυτή η επίσκεψη θα ήταν επώδυνη.
Μα πως είναι δυνατόν; Έκανα να ρωτήσω χαζεύοντας την τεράστια καμινάδα. Δεν ρώτησα. Χάζευα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι εικόνες που φανταζόμουν πηγαίνοντας προς το καταφύγιο, είχαν εξαφανιστεί. Κάτι μου θύμιζε η καμινάδα, αλλά όχι από αυτή τη χώρα. Θα μου πείτε εκεί ήταν άνθρωποι. Μα και εδώ άνθρωποι ήταν, σκέφτομαι. Αυτοί που κρατούσαν το όπλο, τουλάχιστον.
Στον θάλαμο.
Ήδη ήθελα να φύγω. Ήταν λάθος να είμαστε εκεί. Κάτι λάθος κουβαλούσε αυτός ο χώρος που το συνόδευε η απέραντη αφοσίωση των εθελοντών που δούλευαν εκεί, και των συνθηκών που τους εμπόδιζαν. Τα γαυγίσματα δεν ήταν χαράς. Τα πλείστα τουλάχιστον. Εγώ αυτά άκουγα. Να μπούμε στον θάλαμο; Ήθελα να πω όχι, προσπάθησα να πω όχι ,αλλά έγνεψα καταφατικά.
Άσχημη μυρωδιά και απελπισία.
Μπήκαμε στον θάλαμο. Γιατί μου μοιάζει με σκηνή από φυλακισμένους στα κελιά και στη μέση ένας στενός διάδρομος; Καταλάβαινες ότι ήταν αναγκαία τα κλουβιά και ότι κάποιοι άνθρωποι φύλαγαν αυτές τις ψυχές που κάποιοι από εμάς τις πέταξαν. Δεν ήταν χαρούμενα όμως τα γαυγίσματα. Δεν ξέρω αν χάρηκαν που μπήκαν οι άνθρωποι μέσα, αν γαύγιζαν από δυστυχία ή αν φώναζαν να τα πάρουμε από εκεί. Στα πρώτα βήματα στο διάδρομο εκείνο, σταμάτησα.
Έπρεπε να βγω απο κει μέσα.
Ένας μικρούλης πρόλαβε και με κοίταξε στα μάτια, κοίταξα αλλού και βγήκα σχεδόν τρέχοντας. Μετά από λίγο ήρθε ο Χρήστος. Δεν είπαμε πολλά. Θυμάμαι ότι ρώτησα αν είναι δυστυχισμένα. Εσύ τι νομίζεις; με ρώτησε αφοπλιστικά. Επέμενα ρωτώντας αν κάποια γίνονται καλύτερα καθώς περνά ο καιρός. Ναι, μου είπε. Κατάλαβα ότι και αυτός μάλλον από αυτό το τελευταίο κρατιόταν. Κοίταξα γύρω, κάνει ζέστη είπα. Και για να καταλάβεις νερό βάζουμε από το λάστιχο, μου είπε.
Πρέπει να φύγω.
Δεν είμαι βέβαιος ότι τον χαιρέτισα φεύγοντας. Ήθελα να του πω πόσο μεγάλο είναι αυτό που κάνει εκεί, εκείνος και οι άλλοι εθελοντές, καθώς και ο κόσμος που προσπαθεί να βοηθήσει. Νομίζω ήθελα να του πω πόσο τον θαυμάζω, αλλά η αλήθεια ντράπηκα. Για εμένα, για τον άνθρωπο, για τον πολιτισμό.
Τον πολιτισμό.
Καλά.
Φεύγοντας κοίταξα την καμινάδα. Αλήθεια, πως μπορέσαμε;
ΥΓ. Επισκεφθείτε το Καταφύγιο Σκύλων. Και ελάτε μαζί να κάνουμε κάτι. Στην εποχή της κρίσης, να σώσουμε τον συνάνθρωπο μας που υποφέρει. Αλλά να σώσουμε και την ανθρωπιά μας.
*Υποψήφιος Ευρωβουλευτής ΑΚΕΛ, Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου