Χωρίς συμφωνία κατέληξαν οι διαπραγματεύσεις για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα που διεξήχθησαν στη Γενεύη. Ωστόσο οι εμπλεκόμενες πλευρές δήλωσαν ότι οι μεταξύ τους διαφορές έχουν ελαττωθεί και ότι θα επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις σε δέκα ημέρες σε μια προσπάθεια να τερματιστεί η δεκαετής αντιπαράθεση για το επίμαχο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Νέα συνάντηση ορίστηκε για τις 20 Νοεμβρίου. Στην Τεχεράνη αναμένεται αύριο, Δευτέρα, ο γενικός διευθυντής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) Γιουκίγια Αμάνο.
«Υπάρχει σημαντική πρόοδος, αλλά παραμένουν ορισμένα ερωτήματα» δήλωσε η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Κάθριν Άστον, η οποία συντόνιζε τις διαπραγματεύσεις.
Η επόμενη συνάντηση θα πραγματοποιηθεί σε επίπεδο πολιτικών διευθυντών και αν υπάρξει συμφωνία, τότε θα μετάσχουν οι υπουργοί Εξωτερικών, σύμφωνα με τον ιρανό υφυπουργό Εξωτερικών, Αμπάς Αραγκχσί.
Ο ιρανός πρόεδρος, Χασάν Ροχανί, δήλωσε την επομένη των συνομιλιών ότι «τα δικαιώματα του ιρανικού λαού στην πυρηνική ενέργεια και τον εμπλουτισμό ουρανίου είναι “κόκκινες γραμμές” και δεν μπορούν να παραβιαστούν. Τόνισε, επίσης, ότι η Ισλαμική Δημοκρατία ενήργησε με ορθολογισμό, μεθοδικότητα και λεπτό χειρισμό στις διαπραγματεύσεις.
«Τονίσαμε στις πλευρές με τις οποίες είχαμε τις διαπραγματεύσεις ότι δεν θα απαντήσουμε σε οποιαδήποτε απειλή, κύρωση, ταπείνωση ή διάκριση. Η Ισλαμική Δημοκρατία ούτε έσκυψε ούτε θα σκύψει το κεφάλι σε απειλές από οποιαδήποτε αρχή» κι αν προέρχονται, υπογράμμισε σε ομιλία του στην Εθνοσυνέλευση, επαναλαμβάνοντας ότι οι «οικονομικές κυρώσεις πλήττουν και τις χώρες που τις επιβάλλουν, όχι μόνο το Ιράν».
«Για εμάς υπάρχουν κόκκινες γραμμές που δεν μπορούν να παραβιαστούν. Τα εθνικά συμφέροντα είναι οι κόκκινες γραμμές μας, που περιλαμβάνουν τα δικαιώματά μας στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων και τον εμπλουτισμό ουρανίου στο Ιράν».
Ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν Μοχαμάντ Γιαβάντ Ζαρίφ, δήλωσε ότι «δεν θα είναι απογοητευμένος», παρά την έλλειψη συμφωνίας με την ομάδα των έξι (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία). «Σίγουρα δεν είμαι απογοητευμένος. Εργαζόμαστε από κοινού και ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία όταν θα συναντηθούμε και πάλι» είπε στους δημοσιογράφους ο επικεφαλής της ιρανικής διπλωματίας.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επαίνεσε την «πρόοδο» στις συνομιλίες, λέγοντας ότι είναι τώρα «πιο κοντά σε μια συμφωνία». Ο κ. Κέρι επανέλαβε σε συνέντευξη Τύπου ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αποφασισμένες να μην επιτρέψουν στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα».
Αναφερόμενος στην έλλειψη συμφωνίας παρά τις τρεις ημέρες εντατικών διαπραγματεύσεων, ο αμερικανός ΥΠΕΞ υπενθύμισε ότι «χρειάζεται χρόνος για την οικοδόμηση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των χωρών που είναι σε διαρκή διαμάχη για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Λοράν Φαμπιούς δήλωσε ότι «οι συζητήσεις της Γενεύης έχουν προχωρήσει, αλλά δεν ήταν δυνατή μια συμφωνία επειδή εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν».
Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ουίλιαμ Χέιγκ, με τη σειρά του, είπε στο BBC ότι είναι μια «καλή ευκαίρια» για συμφωνία στις διαπραγματεύσεις τις επόμενες εβδομάδες, αλλά ότι ο διάλογος είναι «εξαιρετικά δύσκολος».
Την τρίτη ημέρα των διαπραγματεύσεων, οι εργασίες επικεντρώθηκαν στην προετοιμασία της ενδιάμεσης συμφωνίας για μια περίοδο έξι μηνών που θα παράσχει εγγυήσεις για τις αμφιλεγόμενες πτυχές του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, που αφορούν τις υπόνοιες ότι λειτουργεί για στρατιωτικούς σκοπούς.
Η Τεχεράνη ήθελε να επιτύχει μια συμφωνία που θα «εξασφαλίζει» ότι το πρόγραμμα έχει μόνο πολιτικό σκοπό και ταυτόχρονα θα επιτρέψει χαλάρωση των σκληρών οικονομικών κυρώσεων εναντίον της.
Ωστόσο προέκυψαν διαφορές, καθώς η Γαλλία ζήτησε περισσότερες εγγυήσεις σχετικά με ορισμένες επίμαχες πτυχές του προγράμματος. Όταν ρωτήθηκε για τη θέση της Γαλλίας και το ρόλο της στην μη συμφωνία, η Κάθριν Άστον είπε: «Δεν θέλω να υπεισέλθω στις λεπτομέρειες των συζητήσεων. Η Γαλλία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ομάδα (μαζί με τη Βρετανία και τη Γερμανία) και έπαιξε σημαντικό ρόλο σήμερα, όπως κάνει σε κάθε διαπραγμάτευση».