Κατά τη διάρκεια τελετής επίδοσης τιμητικών διπλωμάτων, σε συγγενείς πολιτών αγνοουμένων, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε σε μη εποικοδομητική στάση των Ηνωμένων Εθνών για χρόνια γύρω από το θέμα των αγνοουμένων.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σημειώσε ότι η Κυβέρνηση προβαίνοντας στη διαπίστωση αυτή, προχώρησε σε έντονες παραστάσεις μέσω διαφόρων αποστολών, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει αυτούς που όφειλαν και οφείλουν να είναι αρωγοί, με αποτέλεσμα, όπως είπε, σήμερα να παρατηρείται θετική αλλαγή ως προς την αντιμετώπιση της θέσης της Κυβέρνησης εκ μέρους του διεθνούς οργανισμού.
Ο Πρόεδρος μαζί με τον Επίτροπο Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα και Θέματα Αποδήμων Φώτη Φωτίου και τον Πρόεδρο της Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων Νίκο Σεργίδη, επέδωσε τιμητικά διπλώματα σε συγγενείς πολιτών αγνοουμένων.
Σημειώνοντας πως ο κατάλογος των αγνοουμένων παραμένει ακόμα μακρύς, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επανέλαβε πως δεν νοείται λύση του Κυπριακού χωρίς συνάμα να υπάρξουν και συγκεκριμένα, σαφή αποτελέσματα που να διευκρινίζουν την τύχη των αγνοουμένων.
«Ποια δικαιολογία άραγε υπάρχει για την εξαφάνιση εκατοντάδων πολιτών; Ποιο επιχείρημα μπορεί να προσφέρει κάλυψη στην εξαφάνιση εκατοντάδων άοπλων ανθρώπων, γυναικόπαιδων, γερόντων, αμούστακων παιδιών; Η αλήθεια είναι απλή και δεν κρύβεται: Πρόκειται για ένα έγκλημα πολέμου και όπως ισχύει για όλα τα εγκλήματα πολέμου, δεν υπάρχουν δικαιολογίες και ελαφρυντικά. Δεν υπάρχουν εξηγήσεις παρά μόνο η επικράτηση του παραλογισμού που οδηγεί σε χιλιάδες αναπάντητα γιατί» είπε ο Πρόεδρος.
Σημείωσε πως το έγκλημα στην περίπτωση της Κύπρου, δεν είναι στιγμιαίο, γιατί για 42 χρόνια, αποκρύβονται πληροφορίες και συγκαλύπτονται ευθύνες.
Μόλις 155 αγνοούμενοι έχουν ταυτοποιηθεί και κηδευτεί, ανέφερε, σημειώνοντας ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συγγενών παραμένει με την αγωνία κουβαλώντας τα αμείλικτα ερωτήματα.
«Το γεγονός πως μέχρι σήμερα πολύ λίγοι είναι οι αγνοούμενοι μας τους οποίους καταφέραμε να εντοπίσουμε και να ταυτοποιήσουμε είναι κάτι που ως κράτος και ως ηγεσία κουβαλούμε ως ασήκωτο βάρος» ανέφερε.
Πρόσθεσε πως «πρόκειται για μία αδυναμία που δεν οφείλεται στην αδράνεια ή την αδιαφορία των εκάστοτε Κυβερνήσεων, αλλά στην απαράδεκτη και απάνθρωπη στάση που για δεκαετίες τηρούσε και τηρεί η κατοχική δύναμη», υπενθυμίζοντας πως σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις αναγνωρίζοντας το έγκλημα, μετακίνησαν οστά προκειμένου να παραπλανήσουν τις αρμόδιες Αρχές.
Παρά τα εμπόδια, τα οποία πολλές φορές φαίνονται απροσπέλαστα, ο Πρόεδρος διαβεβαίωσε τους συγγενείς των αγνοουμένων πως «όσα χρόνια και αν περάσουν, θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε και να χρησιμοποιούμε όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεση μας ούτως ώστε όσο μπορούμε πιο σύντομα να δώσουμε τις απαντήσεις που όλοι ακατάπαυστα αναζητούμε».
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως «μετά από μερικά χρόνια ιδιαίτερα παραγωγικά στην έρευνα, εντοπισμό και ταυτοποίηση, είναι γεγονός πως τον τελευταίο χρόνο παρατηρήθηκε μία κάμψη ως προς την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που έχουν δημιουργηθεί».
Συμπλήρωσε πως μπροστά σε αυτά τα δεδομένα η Κυβέρνηση δεν παραμένει αδρανής και έχει ενεργοποιήσει νέους μηχανισμούς και νέες πληροφορίες, για νέους χώρους εκταφών, προσθέτοντας ότι στο πλαίσιο αυτό μεταξύ άλλων, εξέδωσαν κοινή δήλωση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακκιντζί απευθύνοντας με δραματικό τρόπο έκκληση για κατάθεση πληροφοριών από όποιον γνωρίζει οτιδήποτε.
«Ύστερα από συντονισμένες ενέργειες και έντονα διαβήματα έγινε κατορθωτό η Τουρκία να επιτρέψει την ανασκαφή 30 χώρων σε στρατιωτικές ζώνες τα επόμενα τρία χρόνια. Πρόκειται για μία μετακίνηση από την άτεγκτη επί δεκαετίες τουρκική θέση» είπε, για να προσθέσει πως προκειμένου να έχει πραγματική αξία αυτή η τουρκική μετακίνηση θα πρέπει να διαθέσουν και τα αρχεία του τουρκικού στρατού.
Ταυτόχρονα, είπε, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην αξιοποίηση πληροφοριών και δεδομένων που για πολλά χρόνια παρέμεναν ανενεργά, εντείνοντας τις προσπάθειες μας για παροχή στοιχείων από αρχεία ξένων χωρών και οργανισμών.
«Διαπιστώνοντας πως ακόμη και τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη για χρόνια δεν επιδείκνυαν εποικοδομητική στάση, προχωρήσαμε σε έντονες παραστάσεις μέσω διαφόρων αποστολών, του εκπροσώπου μας στη ΔΕΑ και του Επιτρόπου για Ανθρωπιστικά Θέματα προκειμένου να ευαισθητοποιήσουμε αυτούς που όφειλαν και οφείλουν να είναι αρωγοί» είπε.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη «παρατηρείται θετική αλλαγή ως προς την αντιμετώπιση της θέσης μας εκ μέρους των Ηνωμένων Εθνών και προσδοκώ σε πιο αποτελεσματική συνεργασία, γεγονός που θα δώσει νέα δυναμική στις προσπάθειες μας».
Ο Πρόεδρος εξέφρασε την ελπίδα πως «το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας θα βοηθήσει ουσιαστικά το έργο της ΔΕΑ, που είναι χρονοβόρο και κατ΄ επέκταση ψυχοφθόρο για όλους και ιδιαίτερα εσάς τους συγγενείς των αγνοουμένων».
Ο κατάλογος με τα ονόματα των ανθρώπων μας που η τύχη τους είναι ακόμη αδιευκρίνιστη είναι μακρύς, σημείωσε. Παραμένουν αγνοούμενοι οι περισσότεροι από όσους χάθηκαν τα ίχνη τους το 1974. Υπάρχουν και οικογένειες αγνοουμένων, οι οποίες δεν γνωρίζουν την τύχη των δικών τους από την περίοδο του 1963, δηλαδή, πέραν του μισού αιώνα, είπε ο Πρόεδρος.
Μίλησε για τραγική κατάσταση, απαράδεκτη και απάνθρωπη, που συνιστά πρόκληση προς όλη την πολιτισμένη ανθρωπότητα.
Ο Πρόεδρος διαβεβαίωσε τους συγγενείς τον αγνοουμένων πως στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για επίλυση του Κυπριακού η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, το θέμα των αγνοουμένων έχει ξεχωριστή θέση, για να επαναλάβει πως «δεν νοείται επίλυση του προβλήματος χωρίς συνάμα να υπάρξουν και συγκεκριμένα, σαφή αποτελέσματα που να διευκρινίζουν την τύχη των αγνοουμένων μας».
Επεσήμανε πως παρά τις δυσκολίες που προβάλλουν τα κατοχικά στρατεύματα, υπάρχει μια συναντίληψη με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακκιντζί, προκειμένου να δοθεί ένα τέλος σε μία καθ΄όλα απαράδεκτη κατάσταση.
«Θέλω για άλλη μία φορά να σας διαβεβαιώσω πως δεν θα φεισθούμε κόπων. Δεν θα πάψουμε ποτέ να εγείρουμε σε κάθε βήμα, σε κάθε επίπεδο αυτή τη δραματική πτυχή της εισβολής και της πικρής ιστορίας του τόπου μας. Δεν θα διστάσουμε ούτε επί στιγμή να προβούμε σε οποιαδήποτε ενέργεια συμβάλλει στο να πέσει φως στη σκοτεινή αυτή πτυχή του κυπριακού δράματος» είπε.
Η αποψινή απόδοση τιμητικών διπλωμάτων δεν συνιστά παρά μια συμβολική και οφειλόμενη εκ μέρους του κράτους, αναγνώριση του αγώνα σας, της καρτερικότητας αλλά και της οφειλόμενης από την Πολιτεία αλληλεγγύης και συμπαράστασης, ανέφερε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
«Σας βεβαιώ πως δεν θα εγκαταλείψουμε την αξίωση πως απαραίτητο συστατικό της λύσης είναι και τα στοιχεία διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων μας» κατέληξε.
Σε ομιλία του στην τελετή, ο Πρόεδρος της Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων Νίκος Σεργίδης είπε ότι «πολλά από αυτά τα εγκλήματα αποδεικνύεται δυστυχώς σήμερα πως βρίσκονται από το 1974 στα αρχεία διεθνών οργανισμών που τάχθηκαν θεματοφύλακες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα οποία αποκρύβονταν για δεκαετίες και ακόμα και σήμερα τηρούνται ως άκρως εμπιστευτικά και μη προσπελάσιμα, ενθαρρύνοντας έτσι την τουρκική αδιαλλαξία στο θέμα, και καταδικάζοντας τις οικογένειες των αγνοούμενων μας σε μια ατέρμονη και οδυνηρή αναζήτηση 42 χρόνων».
Ο κ. Σεργίδης ανέφερε πως «πέραν από τους 423 αμάχους πολίτες που βρίσκονται στον κατάλογο των γνωστών νεκρών, συνεχίζει μέχρι σήμερα να αγνοείται η τύχη άλλων 617 ατόμων, μεταξύ των οποίων, γέροντες, γυναίκες και μικρά παιδιά που συλλαμβάνονται και εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974, αλλά και αρκετές βδομάδες και μήνες μετά από αυτήν».
«Τεράστια η ευθύνη που βαραίνει την Τουρκία και θα τη βαραίνει έως ότου αντιληφθεί την ανθρωπιστική της υποχρέωση να συνεργαστεί ειλικρινά για τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Μέχρις ότου δώσει τα στοιχεία που αποδεδειγμένα κατέχει για την τύχη των αγνοουμένων μας» τόνισε.
Ο κ. Σεργίδης εξέφρασε πλήρη ικανοποίηση για τη θέση του Προέδρου πως «χωρίς απάντηση στο δράμα των αγνοουμένων δεν πρόκειται να υπάρξει λύση στο Κυπριακό» και πρόσθεσε πως «πρέπει να γίνει από όλους αντιληπτό πως η λύση του ανθρωπιστικού προβλήματος όλων των αγνοούμενων της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, είναι και πρέπει να είναι το πρώτο και βασικό μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης».