Προβλέψεις για ανάπτυξη του ΑΕΠ 2,9% το 2016, 3,2% το 2017

Ανάπτυξη της τάξης το 2,9% το 2016 και 3,2% το 2017, προβλέπει το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου, σημειώνοντας ωστόσο την ίδια ώρα ότι υπάρχουν κίνδυνοι που σχετίζονται με τις επιπτώσεις του Brexit, τα ψηλά επίπεδα ιδιωτικού χρέους και το ενδεχόμενο καθυστέρησης εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

«Η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας στην Κύπρο προβλέπεται να ενδυναμωθεί το 2016 συγκριτικά με το 2015, με το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές) να υπολογίζεται σε 2,9%», αναφέρεται σε ανακοίνωση του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών για το τριμηνιαίο δελτίο οικονομικής επισκόπησης που εκδίδει.

Προστίθεται ότι «η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2016, συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015, προβλέπεται σε 3,0%, και 3,4%, αντίστοιχα».

«Οι ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν και το 2017, με την πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ να ανέρχεται στο 3,2%», σημειώνεται.

Σύμφωνα με το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών οι κυριότεροι παράγοντες που οδηγούν στην προβλεπόμενη άνοδο του ΑΕΠ περιλαμβάνουν τη συνέχιση της ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ, η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης και η περαιτέρω μείωση της ανεργίας το δεύτερο τρίμηνο του 2016 καθώς, επίσης, και η περαιτέρω βελτίωση εγχώριων δεικτών το τρίτο τρίμηνο του έτους.

Επίσης «η παρατεταμένη περίοδος μειώσεων στις διεθνείς τιμές πετρελαίου αναμένεται ότι θα συνεχίσει να υποβοηθά την εγχώρια δραστηριότητα, μέσω θετικών επιπτώσεων στα πραγματικά εισοδήματα και τη ζήτηση».

Προστίθεται ότι « ανάκαμψη των διεθνών χρηματαγορών μετά τις απώλειες του πρώτου εξάμηνου φανερώνει λιγότερο δυσμενείς προοπτικές στις αναδυόμενες οικονομίες και πιο συγκροτημένη αντίδραση των αγορών – από την αρχικά αναμενόμενη – στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ».

Άλλος παράγοντας είναι η αύξηση των καταθέσεων, σε συνδυασμό με την απομόχλευση, η οποία «έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του λόγου δανείων προς καταθέσεις, υποδηλώνοντας βελτιωμένες συνθήκες στον εγχώριο τραπεζικό τομέα, με θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη».

Όμως, σημειώνεται, «αν η μείωση του συνολικού αποθέματος των δανείων στην οικονομία οδηγήσει σε αύξηση των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών σε ακίνητα, ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι για τη σταθερότητα του συστήματος, ειδικά σε συνθήκες περιορισμένης ζήτησης ακινήτων».

Σύμφωνα με το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του ΠΚ «το εξωτερικό οικονομικό περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από ψηλά επίπεδα οικονομικής εμπιστοσύνης, θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ΕΕ και την ευρωζώνη και χαμηλά επίπεδα ευρωπαϊκών επιτοκίων, συνεχίζει να στηρίζει την ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας».

Ωστόσο, αναφέρεται, «η μακρά περίοδος χαμηλών επιτοκίων αντανακλά συνθήκες υποτονικής ζήτησης και, κατ? επέκταση, αβεβαιότητας για τη δυναμική της ανάπτυξης στην ευρωζώνη».

Κίνδυνοι που πιθανόν να επηρεάσουν της προβλέψεις για ανάπτυξη σχετίζονται με το ενδεχόμενο μιας επιβράδυνσης στην ανάπτυξη του Ηνωμένου Βασιλείου και μια περαιτέρω υποτίμηση της λίρας έναντι του ευρώ, που αναμένεται να επηρεάσουν άμεσα την κυπριακή οικονομία, κυρίως μέσω υποτονικών εξαγωγών και τουριστικών υπηρεσιών.

Μια πιο αδύναμη ανάπτυξη απ` ότι αναμένεται στην ΕΕ και την ευρωζώνη ως αποτέλεσμα μιας μεγαλύτερης επίπτωσης στις εξαγωγές των κρατών μελών στο ΗΒ και η αβεβαιότητα σε σχέση με το Brexit, είναι ακόμη ένας παράγοντας που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις προβλέψεις.

Αναφορά γίνεται επίσης στα ψηλά επίπεδα ιδιωτικού δανεισμού που έχουν οδηγήσει σε απομόχλευση και αυξημένα επίπεδα κόκκινων δανείων «που εξακολουθούν να ενέχουν σημαντικούς κινδύνους στη σταθερότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και στην προοπτική για την οικονομία, ιδίως σε συνθήκες υποτονικών τιμών της αγοράς ακινήτων και ζήτησης ακίνητης ιδιοκτησίας».

Το ψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σημαίνει ότι η Κύπρος είναι ευάλωτη σε εξωτερικά αρνητικά σοκ, γι αυτό καθυστερήσεις στην προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να δημιουργήσουν κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά, την αξιοπιστία της Κύπρου και το κόστος δανεισμού στις αγορές, ιδίως κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αποφυγής υψηλού κινδύνου στις διεθνείς αγορές, αναφέρεται.