Η φορολογία δεν είναι μια τεχνοκρατική διαδικασία. Είναι μια βαθιά πολιτική πράξη που καθορίζει ποιοι επιβαρύνονται περισσότερο και ποιοι λιγότερο, τι κίνητρα δίνει το Κράτος και τι αντικίνητρα δημιουργεί, ώστε να αλλάξει συνήθειες αλλά και να αντιμετωπίσει καταχρήσεις και συμπεριφορές που επιβαρύνουν την κοινωνία και την οικονομία στο σύνολο της.
Επομένως, η απόφαση της Κυβέρνησης να καταργήσει για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους και κερδοφορίας, το ετήσιο τέλος των €350 είναι μια βαθιά πολιτική πράξη. Γιατί τιμωρεί μια ολόκληρη κοινωνία, για να δώσει οικονομικά διαπιστευτήρια σε μια μικρή μειοψηφία πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. Στέλνοντας επίσης λανθασμένα μηνύματα, αφού καταργεί αντικίνητρα ενάντια στην ασύστολή δημιουργία πολλαπλών εταιρειών που στόχο έχουν να κρύψουν το μεγάλο πλούτο και να μειώσουν τη φορολογία. Σε μια περίοδο που στόχος -κατά τα άλλα- είναι να καταργηθούν οι εταιρείες κέλυφος.
Ασφαλώς και για την πλειοψηφία των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων αυτό το τέλος έπρεπε να καταργηθεί. Διότι τις επιβάρυνε δυσανάλογα. Όμως υπάρχει ένα αριθμός μεγάλων επιχειρήσεων που δεν έχουν ανάγκη τα €350 για να επιβιώσουν. Δεν εξαρτάτε η ανταγωνιστικότητα τους από αυτό το τέλος. Για αυτό και η καταβολή του ήταν μηδαμινή συγκριτικά με τα εκατομμύρια του ετήσιου κύκλου εργασιών τους. Για το Κράτος όμως αυτά τα έσοδα -σωρευτικά- είχαν σημαντική επίδραση στο κρατικό προϋπολογισμό και έδιναν δυνατότητα να στηριχθούν ακόμα περισσότερο αυτοί που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
Τι μήνυμα στέλνει η Κυβέρνηση; Ότι την ώρα που η ακρίβεια καλπάζει, η Κυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει το πολιτικό θάρρος να φορολογήσει όσους σήμερα κερδοσκοπούν εις βάρος της κοινωνίας καταγράφοντας υπερκέρδη (που προέρχονται από τις θυσίες της εργαζομένων και επιχειρήσεων), αλλά φροντίζει να τους κάνει και δώρο ένα μηδαμινό έξοδο που κατέβαλλαν προς τα δημόσια ταμεία. Ποια δικαιοσύνη και ποιος ορθολογισμός υπάρχει σε αυτό;
Πως διασφαλίζεται η περιβόητη δημοσιονομική σταθερότητα όταν μια Κυβέρνηση δείχνει ανελαστικότητα στην κοινωνική στήριξη, ανακοινώνει μέτρα στήριξης για την ακρίβεια με το σταγονόμετρο, αλλά δεν έχει πρόβλημα να πετάξει στον αέρα με την μεγαλύτερη ευκολία ένα σταθερό πάγιο έσοδο για τα δημόσια ταμεία.
Αντίστοιχη λογική φαίνεται ότι διαπνέει την κυβέρνηση και στην πράσινη φορολογία. Δεν έχει κανένα δισταγμό να εφαρμόσει μέτρα που επηρεάζουν πολύ περισσότερο τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, αλλά μασά τα λόγια της αναφορικά με αντισταθμιστικά μέτρα που οφείλει να εφαρμόσει. Δεν έχει πρόβλημα να φορολογήσει τους ευάλωτους αλλά για το πως θα τους στηρίξει, λέει ότι χρειάζεται χρόνο για να το μελετήσει.
Δεν λέω, καλή και αναγκαία η ακαδημαϊκή μελέτη για τη φορολογική μεταρρύθμιση. Χωρίς γνώση και δεδομένα δεν μπορείς να σχεδιάζεις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές. Όμως πριν από αυτό η Κυβέρνηση πρέπει να μιλήσει για την ουσία. Ποιοι θα πληρώσουν την μεταρρύθμιση; Ποιοι θα κερδίσουν από αυτή; Ποιους θα στηρίξει το Κράτος και ποιους στόχους πολιτικής θα εξυπηρετήσει;
Εικάζω -με αυτά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας- ότι ο στόχος της Κυβέρνησης είναι κάλπικος. Με το μανδύα της μεταρρύθμισης, θέλει να παρουσιάσει μια διαδικασία μέσα από την οποία θα φορτώσει όλο το κόστος της πράσινης μετάβασης και της υποχρεωτικής αναδιάρθρωσης του φορολογικού συστήματος στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Για να δημιουργήσει και πάλι «κίνητρα» και «μεγάλες ευκαιρίες κερδοφορίας» για το πιο προνομιούχο 1%. Βρίσκοντας πάντα πρόθυμους πολιτικούς συμμάχους για να σχηματίζει πλειοψηφίες, αφού όταν πρόκειται για τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, η παράταξη της δεξιάς δεν έχει δίλλημα αν είναι στην Κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση.
Μια τέτοια διαδικασία δεν θα είναι μεταρρύθμιση. Θα είναι πολιτική εξυπηρέτησης συμφερόντων με το μανδύα της μεταρρύθμισης.
του Χάρη Πολυκάρπου
Μέλος Π.Γ ΑΚΕΛ – Επικεφαλής Τομέα Οικονομίας ΑΚΕΛ