Την πρόταση του για σύσταση προανακριτικής επιτροπής κατέθεσε στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο την ανεύρεση τυχόν ποινικών ευθυνών για τους Γ. Παπακωνσταντίνου και Ευ. Βενιζέλο σχετικά με τον χειρισμό της λίστας Λαγκάρντ.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει:
Ενδείξεις ενοχής:
Για τον πρώην Υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Παπακωνσταντίνου :
α) Υπεξαγωγή εγγράφου από υπάλληλο (άρθρο 242 παρ. 2 και 3 Π.Κ. σε συνδυασμό με άρθρα 94 και 98 Π.Κ.):
Από το σύνολο των μέχρι τώρα συγκεντρωθέντων στοιχείων προκύπτουν ενδείξεις για την εκ μέρους του Γ. Παπακωνσταντίνου τέλεση υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. Ειδικότερα, ο Γεώργιος Παπακωνσταντίνου ενώ παρέλαβε από τις Γαλλικές Αρχές, τα σχετικά έγγραφα (CD με ηλεκτρονικά τραπεζικά αρχεία και συνοδευτικό-διαβιβαστικό), και ενώ δεν ήταν κύριος των εγγράφων αυτών, που του εμπιστεύθηκαν οι Γαλλικές Αρχές, λόγω της ιδιότητάς του ως Υπουργού Οικονομικών, αποκλειστικά προς το σκοπό της αξιοποίησης από την Ελληνική Δημοκρατία, δεν κατέγραψε ούτε καταχώρισε την παραλαβή του σε οποιοδήποτε εκ του νόμου προβλεπόμενο πρωτόκολλο ή έγγραφο, απέκρυψε δε εξ αρχής και εξακολουθητικά την ύπαρξη και το περιεχόμενο και συνεχίζει να αποκρύπτει μέχρι σήμερα το σώμα των προμνησθέντων εγγράφων, από τις αρμόδιες αρχές. Κατά τον τρόπο αυτό, αποστέρησε από το Ελληνικό Δημόσιο την δυνατότητα να διεκδικήσει φόρους από τους καταθέτες, με ζημία ισόποση του αντίστοιχου ποσού διαφυγόντων φόρων, οι οποίοι, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις που περιέχονται στην συναφή ποινική δικογραφία, υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, εκκρεμεί δε και είναι σημαίνων για την υπόθεση ο επακριβής προσδιορισμός τους, με βάση τις διασταυρώσεις που διενεργούνται από το Σ.Δ.Ο.Ε.
Η παράδοση αντιγράφου μόνον του επίδικου CD σε USB, έλαβε χώρα μόνον κατά το τέλος της θητείας του, στον Ιωάννη Διώτη, πάλι ατύπως, εξωθεσμικώς και χωρίς καμία επίσημη καταγραφή, το δε αντίγραφο, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν ενδείξεις ότι ήταν πλαστογραφημένο, αφού από αυτό απουσίαζαν τα ονόματα των ανωτέρω τριών συγγενικών του προσώπων.
β) Απιστία στην υπηρεσία (άρθρο 256 περ. γ’ υποπερ. β’ Π.Κ.) :
Υπό την ιδιότητά του ως Υπουργού Οικονομικών, κατά τον προσδιορισμό φόρων και εσόδων, και ειδικότερα κατά την παροχή του πληροφοριακού υλικού για τον προσδιορισμό τους, με πράξεις αλλά και παραλείψεις του, προκύπτουν ενδείξεις ότι ελάττωσε εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλοι, δηλαδή οι αναγραφόμενοι καταθέτες στην λίστα Λαγκάρντ, την δημόσια περιουσία, της οποίας η διαχείριση ήταν εμπιστευμένη στον ίδιο, ως εποπτεύοντα τις αρμόδιες για τον προσδιορισμό και την είσπραξη δημοσίων εσόδων φορολογικές αρχές. Με την ανωτέρω συμπεριφορά του, προκάλεσε ζημία στο Δημόσιο η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 120.000 ευρώ, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις που περιέχονται στην συναφή ποινική δικογραφία, ζημία η οποία αντιστοιχεί σε φόρους οι οποίοι δεν έχουν εισπραχθεί μέχρι σήμερα.
γ) Παράβαση Καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.) :
Πέραν των ανωτέρω αδικημάτων και επικουρικώς, προκύπτουν ενδείξεις ενοχής του Γ. Παπακωνσταντίνου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, εφόσον με πρόθεση παρέβη, κατά τα ανωτέρω, τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον, ήτοι σε πρόσωπα που συμπεριλαμβάνονται στη λίστα, παράνομο όφελος (ήτοι αποφυγή φορολογικής επιβάρυνσης και επιβολής ποινικών κυρώσεων εις βάρος τους), με την εκ παραλλήλου εν γνώσει του βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου.
δ) Πλαστογραφία (άρθρο 216 Π.Κ.)
Από τα μέχρι τώρα στοιχεία προκύπτουν ενδείξεις ότι ο Γεώργιος Παπακωνσταντίνου κατήρτισε πλαστό έγγραφο, ήτοι αντέγραψε, σε άγνωστο τόπο και χρόνο (που πρέπει να διερευνηθεί και μέσω πραγματογνωμοσύνης), από το παραδοθέν σ’ αυτόν πρωτότυπο CD, τα ονόματα των ελλήνων καταθετών που περιλαμβάνονταν στην λίστα Λαγκάρντ, εξαιρώντας τα ονόματα τριών συγγενικών του προσώπων, κατά τρόπον ώστε κάθε περαιτέρω κάτοχος του εγγράφου (U.S.B.) θα υπολάμβανε ότι το έγγραφο αυτό, στην πρωτότυπη μορφή του, δεν περιλάμβανε τα ανωτέρω 3 ονόματα καταθετών, αλλά αποκλειστικά τα ονόματα των υπολοίπων 2.059, γεγονός που ασφαλώς μπορούσε να έχει έννομη σημασία.
Σημειώνουμε ότι, συναφώς, πρέπει να εξετασθεί εάν συντρέχουν για τον Γ. Παπακωνσταντίνου, οι προϋποθέσεις διερεύνησης και άλλων αδικημάτων ή περιστάσεων τέλεσης, σε συνάρτηση με τα στοιχεία και τις ενδείξεις που ενδεχομένως θα προκύψουν ή θα ενισχυθούν από την προκαταρκτική εξέταση.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω της ιδιότητάς του, ως Υπουργού Οικονομικών, Γεώργιος Παπακωνσταντίνου είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, κατά την έννοια του άρθρου 15 Π.Κ., να αποτρέψει τα ζημιογόνα για το ελληνικό Δημόσιο οικονομικά αποτελέσματα, αλλά και τα περαιτέρω βλαπτικά σε επίπεδο διατάραξης της εννόμου τάξεως αποτελέσματα, που αναλυτικώς περιγράφονται ανωτέρω. Έτσι, η εκ μέρους του παράλειψη των ενδεδειγμένων ενεργειών για την αποτροπή των αποτελεσμάτων αυτών ισοδυναμεί με από μέρους του πρόκληση των ιδίων αξιοποίνων αποτελεσμάτων με ενέργεια.
Για τον πρώην Υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο:
α) Υπεξαγωγή εγγράφου από υπάλληλο (άρθρο 242 παρ. 2 και 3 Π.Κ., σε συνδ. με άρθρα 94 και 98 Π.Κ.) :
Από το σύνολο των μέχρι τώρα συγκεντρωθέντων στοιχείων προκύπτουν ενδείξεις για την εκ μέρους του τέλεση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση. Ειδικότερα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ενώ παρέλαβε τα έγγραφα (U.S.B. και εκτυπώσεις) από τον Ιωάννη Διώτη, ήδη από τα τέλη Ιουλίου- αρχές Αυγούστου 2011, απέκρυψε την ύπαρξή τους επί μακρόν, και μάλιστα και μετά το πέρας της θητείας του και μέχρι τις 2-10-2012, ήτοι επί δεκατέσσερις μήνες. Δεν κατέγραψε την παράδοση του εγγράφου προς τον ίδιο σε κανένα εκ του νόμου προβλεπόμενο και δημοσίως τηρούμενο πρωτόκολλο ή άλλο έγγραφο, και δεν το παρέδωσε ούτε στον διάδοχό του Φ. Σαχινίδη, μολονότι έχει και επικαλείται μακρά εμπειρία από παράδοση- παραλαβή Υπουργείων. Περαιτέρω, παρέλειψε να δώσει οιαδήποτε εντολή στον Ειδικό Γραμματέα του ΣΔΟΕ Ιωάννη Διώτη για την περαιτέρω διερεύνηση και αξιοποίηση των σχετικών στοιχείων, αλλά αμφότεροι όχι μόνο παρέλειψαν, αλλά και απέφυγαν, να παρέχουν, όπως υποχρεούντο, κατά το άρθρο 17 Α Ν.2523/1997 όπως ισχύει, τις σχετικές πληροφορίες και αντίγραφα στον αρμόδιο προς τούτο Εισαγγελέα Οικονομικών Εγκλημάτων. Η δε επίκληση αμφοτέρων περί υποτιθέμενης απροσφορότητας του επίδικου εγγράφου (USB, εν προκειμένω) να αξιοποιηθεί αποδεικτικά επειδή το θεωρούσαν παράνομο, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, την πρακτική και την κοινή λογική, με δεδομένο ότι αμφότεροι απέκρυψαν το συγκεκριμένο έγγραφο από τις αρχές που ήταν αρμόδιες να το αξιοποιήσουν και να αξιολογήσουν τη νομιμότητά του.
Κατά τον τρόπο αυτό, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αν και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, ενήργησε εξωθεσμικά, πέραν και εκτός της προβλεπόμενης στο νόμο διοικητικής διαδικασίας, παραλείποντας, την πρωτοκόλληση, καταχώριση και διαβίβαση του συγκεκριμένου εγγράφου (USB), του οποίου ήταν πλέον αδιαμφισβήτητα κάτοχος. Ομοίως δεν διαβίβασε ούτε ηλεκτρονικό αντίγραφο ή εκτύπωση των περιεχομένων στο U.S.B. αρχείων, στους αρμόδιους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, την Αρχή για το Ξέπλυμα και στον αρμόδιο Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Ως αποτέλεσμα, δεν αξιοποιήθηκε το περιεχόμενο των εγγράφων κατά το νόμο, προς αναζήτηση διαφυγόντων φόρων και διερεύνηση ποινικών ευθυνών.
Ο διατυπωθείς ισχυρισμός του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου του συγκεκριμένου εγγράφου ανοίγοντας το καταρρίπτεται τόσο από το γεγονός ότι είχε στη διάθεσή του και εκτυπώσεις όσο και από τις παραδοχές του ιδίου στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Ο ισχυρισμός ότι «για λόγους αρχής» δεν ρώτησε ποτέ το ΣΔΟΕ ή άλλη ελεγκτική υπηρεσία του Υπουργείου για την πορεία συγκεκριμένης υπόθεσης «προς αποφυγή παρεξηγήσεων» δεν είναι πειστικός, αφενός διότι οι συγκεκριμένες ενέργειες αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία επιμελούς άσκησης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, αφετέρου διότι στη δικογραφία περιέχεται πλούσια αλληλογραφία με εντολές του προς το Σ.Δ.Ο.Ε.
β) Απιστία στην υπηρεσία (άρθρο 256 περ. γ’ υποπερ. β’ Π.Κ.) :
Υπό την ιδιότητά του ως Υπουργού Οικονομικών, κατά τον προσδιορισμό φόρων και εσόδων, και ειδικότερα κατά την παροχή του πληροφοριακού υλικού για τον προσδιορισμό τους, με πράξεις αλλά και παραλείψεις του, προκύπτουν ενδείξεις ότι ελάττωσε εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλοι, δηλαδή οι αναγραφόμενοι καταθέτες στην λίστα Λαγκάρντ, την δημόσια περιουσία, της οποίας η διαχείριση ήταν εμπιστευμένη στον ίδιο, ως εποπτεύοντα τις αρμόδιες για τον προσδιορισμό και την είσπραξη δημοσίων εσόδων φορολογικές αρχές. Με την ανωτέρω συμπεριφορά του, προκάλεσε ζημία στο Δημόσιο η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 120.000 ευρώ, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα εκτιμήσεις που περιέχονται στην συναφή ποινική δικογραφία, ζημία η οποία αντιστοιχεί σε φόρους οι οποίοι δεν έχουν εισπραχθεί μέχρι σήμερα.
γ) Παράβαση Καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.) :
Πέραν των ανωτέρω αδικημάτων και επικουρικώς, προκύπτουν ενδείξεις ενοχής του Ε. Βενιζέλου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, εφόσον με πρόθεση παρέβη, κατά τα ανωτέρω, τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον, ήτοι σε πρόσωπα που συμπεριλαμβάνονται στη λίστα, παράνομο όφελος (ήτοι αποφυγή φορολογικής επιβάρυνσης και επιβολής ποινικών κυρώσεων εις βάρος τους), με την εκ παραλλήλου εν γνώσει του βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου.
Σημειώνουμε ότι, συναφώς, πρέπει να εξετασθεί εάν συντρέχουν για τον Ε. Βενιζέλο, οι προϋποθέσεις διερεύνησης και άλλων αδικημάτων ή περιστάσεων τέλεσης, σε συνάρτηση με τα στοιχεία και τις ενδείξεις που ενδεχομένως θα προκύψουν ή θα ενισχυθούν από την προκαταρκτική εξέταση.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω της ιδιότητάς του, ως Υπουργός Οικονομικών, ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, κατά την έννοια του άρθρου 15 Π.Κ., να αποτρέψει τα ζημιογόνα για το ελληνικό Δημόσιο οικονομικά αποτελέσματα, αλλά και τα περαιτέρω βλαπτικά σε επίπεδο διατάραξης της εννόμου τάξεως αποτελέσματα, που αναλυτικώς περιγράφονται ανωτέρω, έτσι ώστε η εκ μέρους του μη αποτροπή των αποτελεσμάτων αυτών ισοδυναμεί με από μέρους του πρόκληση των ιδίων αξιοποίνων αποτελεσμάτων με ενέργεια.