Πιθανό ένα νέο δάνειο εκτιμά η Επιτροπή Προϋπολογισμού – Τι δείχνει η τριμηνιαία έκθεση της Βουλής

Η οικονομική συγκυρία τείνει να βελτιωθεί, αλλά οι αβεβαιότητες παραμένουν, εκτιμά στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, που αφορά την περίοδο Απριλίου- Ιουνίου 2014, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στη σχετική έκθεση, «το προηγούμενο τρίμηνο η κατάσταση της οικονομίας βελτιώθηκε. Όλα τα οικονομικά μεγέθη δείχνουν (και τα ερευνητικά Ινστιτούτα επιβεβαιώνουν) ότι η χώρα εισήλθε στο στάδιο της οικονομικής σταθεροποίησης και ότι είναι σχεδόν βέβαιη μια μικρή ανάκαμψη έως το τέλος του έτους. Σύμφωνα με τα νεότερα προσωρινά στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ, η ύφεση το πρώτο τρίμηνο του 2014 ήταν μικρότερη από την αρχική πρόβλεψη και διαμορφώθηκε στο -0,9% από το -1,1% που είχε αρχικά εκτιμηθεί».

Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι «αν συνεχιστεί η έως τώρα τάση αποκλιμάκωσης της ύφεσης μέχρι το τέλος του έτους, το ΑΕΠ το 2014 θα παρουσιάσει αύξηση περί το 0,5%. Εν τούτοις ο ΟΟΣΑ αναμένει περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ έστω και οριακή».

Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, «αν δεν επιτευχθούν στο μέλλον υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης, δεν θα υπάρξει γρήγορη και αισθητή βελτίωση της απασχόλησης και, αντίστροφα, αν η ανεργία παραμείνει σε υψηλά επίπεδα θα επηρεάσει αρνητικά, μαζί με άλλους παράγοντες, τη δυνητική παραγωγή στο μέλλον. Οι προβλέψεις τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ συμπίπτουν στην πρόβλεψη ότι θα υπάρξει μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά 1 εκατοστιαία μονάδα το 2014 και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες το 2015 για να πέσει στο 24- 24,4%. Ωστόσο, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι η έτσι ή αλλιώς μη ικανοποιητική βελτίωση θα είναι μικρότερη».

Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, «ας προσθέσουμε ότι δεν είναι σαφές αν και αυτή θα είναι προϊόν της δημιουργίας θέσεων εργασίας ή της μείωσης αυτών που ζητούν εργασία είτε γιατί μεταναστεύουν (πράγμα που παρατηρείται στους νέους όπου η ανεργία είναι σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου) είτε γιατί απογοητεύονται και αποσύρονται από την αγορά εργασίας. Η εικόνα γίνεται χειρότερη αν λάβουμε υπόψη ότι το συνολικό ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών έχει μειωθεί».

Σύμφωνα με τους ίδιους, «προς το παρόν, οι προβλέψεις ιδίως για ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης από το 2015 βαρύνονται με μεγάλες αβεβαιότητες. Με άλλα λόγια, η δυναμική της ανάκαμψης είναι ακόμα ασθενής παρά την ανάσχεση της ύφεσης. Οι πηγές της αβεβαιότητας είναι πολλές» σημειώνουν.

Πρώτον, το ζήτημα των τραπεζών, παρά τις ανακεφαλαιοποιήσεις που επιτεύχθηκαν, δεν έχει λυθεί, καθώς εκκρεμεί λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία συνεχίζουν να αυξάνονται και να περιορίζουν τις δανειοδοτικές ικανότητες των τραπεζών. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2014 που ανακοίνωσε στη Βουλή των Ελλήνων ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, τα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών διαμορφώνονταν στα 77 δισ. ευρώ ή στο 36% του συνολικού χαρτοφυλακίου χορηγήσεων τον Απρίλιο έναντι 32% που ήταν πέρσι το ίδιο διάστημα. Από αυτά, τα 42 δισ. ευρώ είναι επιχειρηματικά δάνεια, τα 25 δισ. ευρώ στεγαστικά και τα 10 δισ. ευρώ καταναλωτικά δάνεια. Εάν στα παραπάνω δάνεια προστεθούν και τα ήδη αναδιαρθρωμένα που όμως έχουν ξαναγίνει μη εξυπηρετούμενα, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 40%. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα είναι ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, το οποίο ξεπερνά επίπεδα άλλων χωρών που έχουν οδηγήσει σε συστημικές κρίσεις. Επίσης και συναφώς, οι χορηγήσεις δανείων από τις τράπεζες εξακολουθούν να υποχωρούν.

Δεύτερον, οι υστερήσεις των μεταρρυθμίσεων μπορεί να προκαλέσουν εκ νέου άνοδο των επιτοκίων δανεισμού της χώρας. Πρέπει να τονιστεί ότι ακόμα και χωρίς «μνημόνιο» η χώρα θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό εποπτεία -τη φορά τούτη των αγορών που θα αντικαταστήσουν την τρόικα- αν δεχθούμε ότι δεν θα προσφύγει στον ΕΜΣ. Αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα προσφεύγει για δάνεια σε αυτόν ή σε κάποιο ad hoc διακρατικό «όχημα». Στην περίπτωση αυτή θα υπάρξουν νέες συμβατικές δεσμεύσεις. Η ΕΕ υπολογίζει ότι τη διετία 2014- 2015, οι επιπρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες (additional financing requirements) της Ελλάδας θα ανέλθουν σε 14,9 δισ. ευρώ (2,6 δισ. ευρώ για το 2014 και 12,3 δισ. ευρώ για το 2015). Αν επιβεβαιωθεί, η Ελλάδα θα πρέπει ή να συνεχίσει να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές (πράγμα που ήδη συναντά δυσκολίες) ή να προσφύγει στον ΕΜΣ που συνεπάγεται νέο πρόγραμμα προσαρμογής (και σχετική σύμβαση) σύμφωνα με τους κανόνες του μηχανισμού.

Τρίτον, οι επενδύσεις εξακολουθούν να υποχωρούν.

Τέταρτον, η δημοσιονομική εξυγίανση εξακολουθεί να είναι δρόμος μετ΄ εμποδίων.

Πέμπτον, το δημόσιο χρέος αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία και κάνει επιφυλακτικούς τους σοβαρούς εγχώριους και ξένους επενδυτές.

Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεση, «τις δυσκολίες της επίτευξης μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης δείχνει ανάμεσα σε άλλα η εξαγωγική άπνοια παρά τη μείωση του εργασιακού κόστους. Προφανώς, η άπνοια οφείλεται σε σειρά ολόκληρη δομικών- θεσμικών παραγόντων όπως το υψηλό κόστος ενέργειας που επιβαρύνει το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς βιομηχανίας, η υψηλή φορολογία και το διοικητικό κόστος. Μια ακόμα πηγή αβεβαιότητας είναι ότι δεν έχει επιτευχθεί κάποια ελάχιστη συναίνεση ανάμεσα στις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι η συνέχεια σε βασικά στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής δεν είναι σίγουρη».

Σύμφωνα με τους ίδιους, «η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε ισχυρές εξωτερικές διαταραχές, πράγμα βέβαια που δεν ευνοεί μακροπρόθεσμες επενδυτικές δεσμεύσεις στην πραγματική οικονομία. Τέτοιες διαταραχές μπορούν να προέλθουν είτε από το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον είτε από διεθνείς οικονομικές αναταράξεις σε γειτονικές χώρες π.χ. η περίπτωση της πορτογαλικής τράπεζας Banco Espirito Santo. Όπως σημειώσαμε, απειλητική παραμένει και η δυναμική του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Bruegel, οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την εξέλιξη του λόγου χρέους προς ΑΕΠ για την Ελλάδα στηρίζονται σε παραδοχές που μπορεί να διαψευσθούν. Στην περίπτωση ακόμη και μικρών αποκλίσεων από τα πλεονάσματα ή επιτόκια δανεισμού, θα επερχόταν μια καταστροφική έκρηξη του λόγου χρέους. Προς το παρόν και παρά κάποιες επίσημες αισιόδοξες προσδοκίες, ο λόγος χρέους εξακολουθεί να αυξάνεται. Η ΕΕ προβλέπει ότι ως το τέλος του 2014 το χρέος της γενικής κυβέρνησης από 318,6 δισ. ευρώ θα ανέλθει σε 322,3 δισ. ευρώ, με συνέπεια από 175,0% να αυξηθεί σε 177,2% του ΑΕΠ».

«Μπορεί να ανοίξουν τρύπα οι δικαστικές αποφάσεις»

Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, «στη δημοσιονομική διαχείριση η κυβέρνηση πέτυχε την εμφανέστερη πρόοδο με τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η απόσταση από την ακαταστασία του 2009 – 2010 είναι εντυπωσιακή. Ήδη το 2013 επιβεβαιώθηκε ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης 0,7% του ΑΕΠ. Από το ποσό αυτό, 1 δισ. ευρώ πήγε για την αποπληρωμή χρεών, ενώ ένα μικρότερο μέρος για το λεγόμενο ‘κοινωνικό μέρισμα’ σε ανέργους κλπ. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΛΚ, το πρώτο εξάμηνο του 2014 το πρωτογενές πλεόνασμα ανέρχεται σε 0,4% του ΑΕΠ ξεπερνώντας αρχικές δεσμεύσεις του ΜΠΔΣ. Γεγονός είναι, όμως, ότι η δημοσιονομική διαχείριση που στοχεύει σε διαρκώς αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα είχε και εξακολουθεί να έχει υφεσιακές επιπτώσεις, αν και μακροχρόνια μπορεί, μαζί με άλλους παράγοντες, να ευνοήσει την ανάκαμψη. Στην ΕΕ ήδη συζητιέται γενικά η ευέλικτη ερμηνεία των στόχων για τα ελλείμματα. Αλλά, ακόμη και στον τομέα της δημοσιονομικής διαχείρισης δεν έχουν εξαλειφθεί οι κίνδυνοι οπισθοδρόμησης: Είναι φανερό ότι οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων που δικαιώνουν πολλούς από τους προσφεύγοντες σε αυτά, είναι ικανές να ανοίξουν νέες τρύπες στον προϋπολογισμό».

«Εξάντληση φοροδοτικής ικανότητας»

Όπως προσθέτουν, «άλλοι κίνδυνοι έρχονται από τις αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές των πολιτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα συνολικά χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο από φόρους ανέρχονται σήμερα σε πάνω από 67,2 δισ. ευρώ. Μάλιστα, για την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουνίου του 2014 οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο ανήλθαν σε πάνω από 6 δισ. ευρώ. Λόγω της εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών ο ρυθμός αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο αναμένεται να επιταχυνθεί τους επόμενους μήνες, καθώς θα αρχίσουν σταδιακά να εκπνέουν οι προθεσμίες για την καταβολή άλλων πέντε φόρων το τρέχον έτος: του φόρου εισοδήματος, της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, του τέλους επιτηδεύματος, του φόρου πολυτελείας και του νέου Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ).

» Συνολικά, εντός των προσεχών μηνών οι φορολογούμενοι θα κληθούν να καταβάλουν 6,5 δισ. ευρώ για να εξοφλήσουν όλους αυτούς τους φόρους. Από την άλλη μεριά οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης προς τους προμηθευτές της ανήλθαν τον Μάιο του 2014 στα 4.590 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 133 εκατ. ευρώ ή κατά 2,98% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2014 (4.457 εκατ. ευρώ) και αύξηση κατά 459 εκατ. ευρώ ή κατά 11,11% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2013 (4.131 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, τον Μάιο σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2014 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκαν οριακά».

Τέλος, στην έκθεση σημειώνεται ότι «η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να ανθεί παρά τα κάποια μέτρα για την περιστολή της που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα. Εκ του αποτελέσματος κρίνουμε ότι στην πολιτική προσαρμογής η φοροδιαφυγή δεν είχε την προτεραιότητα που έπρεπε και ότι το βάρος έπεσε σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες. Είναι πιθανόν ότι στο ζήτημα αυτό η πολιτική δυσκολεύεται όχι μόνο λόγω εγγενών αδυναμιών, αλλά και εξαιτίας των εξής παραγόντων:

(α) Της βαθιάς ύφεσης που όπως σημειώσαμε μείωσε δραματικά τα εισοδήματα,

(β) της αύξησης των φόρων,

(γ) του πολύ υψηλού ποσοστού αυτοαπασχολούμενων και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε υπηρεσίες και εμπόριο

(δ) της στρεβλής οικονομικής κουλτούρας τμημάτων της οικονομικής ελίτ και

(ε) μιας ιστορικά διαμορφωμένης και βαθιά ριζωμένης στάσης των πολιτών σε θέματα φορολογικής διοίκησης, η οποία πάντως τροφοδοτείται από τη διάχυτη αίσθησή τους για κατάχρηση εξουσίας, αναξιοκρατία και κυρίως εκτεταμένη διαφθορά στις σχέσεις της Διοίκησης με τους φορολογούμενους πολίτες».