Οι αποζημιώσεις, δηλαδή η απόδοση χρημάτων σε αυτόν που έχει ζημιωθεί, αδικηθεί, υποστεί ζημία, βλάβη και ούτω καθεξής, υπάγονται ή καλύτερα χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες.
Έτσι έχουμε τις γενικές αποζημιώσεις, τις ειδικές, τις τιμωρητικές, τις επαυξημένες και τις παραδειγματικές. Η κάθε μία μορφή εξυπηρετεί και έναν σκοπό και αναλόγως του αδικήματος, συνεπεία του οποίου επιδικάστηκαν οι αποζημιώσεις, εκτελείται/υλοποιείται το καθήκον αυτών. Η δε δυνατότητα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων περιορίζεται σε περιπτώσεις αστικών αδικημάτων.
Έτσι, οι περιπτώσεις, στις οποίες μπορεί να διαταχθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις, σύμφωνα με τη θεμελιακή Αγγλική απόφαση Rookes v. Barnard [1964] 1 All E. R. 367, είναι οι ακόλουθες τρεις όπως διευκρινίζεται στην Απόφαση Papakokkinou (σελ. 75- όπου επρόκειτο εκεί για το αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητον ιδιοκτησία): “(a) Civil wrongs resulting from the use of oppressive and unconstitutional conduct by servants of the Crown. (b) Civil wrongs committed in gross disregard to the rights of the injured party, perpetrated in circumstances calculated to yield profit to the perpetrator, and (c) where the statute expressly permits award of exemplary damages.” Και σε Eλληνική μετάφραση, ελεύθερη, επεξηγείται πως είναι για τα ακόλουθα:
(α) Αστικά αδικήματα τα οποία προκύπτουν από τη χρήση καταπιεστικής και αντισυνταγματικής συμπεριφοράς από λειτουργούς του Στέμματος (νοείται του δημοσίου). (β) Αστικά αδικήματα τα οποία διαπράττονται με πλήρη αδιαφορία για τα δικαιώματα του ζημιωθέντος μέρους και τα οποία διενεργούνται κάτω από συνθήκες που αποβλέπουν στον προσπορισμό κέρδους από τον αδικοπραγούντα. (γ) Όπου ο νόμος ρητά επιτρέπει την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων.”
Οι αρχές που διέπουν την επιδίκαση τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων (exemplary damages), αποσαφηνίστηκαν στην Rookes v. Barnard και επαναβεβαιώθηκαν στην Cassel & Co Ltd v. Broome [1972] 1 All E.R. 801. Όπως εξηγείται στην απόφαση του Λόρδου Devlin στη Rookes, οι αποζημιώσεις σε αστικά αδικήματα δεν ήταν αυστηρά προκαθορισμένες. Τις διέκρινε πάντοτε στοιχείο ρευστότητας (at large). Εφόσον η αδικοπραγία ήταν ειδεχθής, στο βαθμό που να δικαιολογεί την τιμωρία του αδικοπραγούντος, μπορούσε να καταδικασθεί σε τιμωρητικές αποζημιώσεις. Σημειώνεται και δη εξαρχής, ότι, η εξουσία για την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων είχε ταυτιστεί με τη διάπραξη αστικών αδικημάτων.
Θεοχαρίδου Κ.Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος