Περί Διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο λόγος σήμερα και συγκεκριμένα, όταν αυτό ασκεί πρωτόδικη δικαιοδοσία και δη, Διοικητική διαδικασία.
Στην περίπτωση που Αιτητής/Προσφεύγων, ενώ έχει καταχωρήσει την προσφυγή του, επιθυμεί να προσαγάγει μαρτυρία, άλλη και/ή περαιτέρω από την αρχική, το Δικαστήριο, καλείται, αφού συνεκτιμήσει όλους τους νομολογιακούς και νομοθετικούς παράγοντες, να τοποθετηθεί επί του θέματος, λαμβανομένου υπόψη και του παράγοντα <χρόνος> και δη δικονομικού χρόνου. Τούτου δοθέντος, πρόσφατα, το Ανώτατο μας Δικαστήριο, ασκών την Διοικητική του Λειτουργία, βρέθηκε προ ενός τέτοιου διαδικαστικού θέματος.
Η πλευρά του Αιτητού, στήριξε το Αίτημά της στις πρόνοιες των Κανονισμών 10(2) και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, όπως τροποποιήθηκαν με τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό 1975, από τις οποίες πηγάζει και οριοθετείται η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει οδηγίες αναφορικά, μεταξύ άλλων, με αποδεικτικά μέσα, οποτεδήποτε κρίνει αναγκαίο σε διαδικασία προσφυγής κάτω από το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Το Δικαστήριο, υπό μονομελούς συνθέσεως, απεφάνθη: <Οι πιο πάνω πρόνοιες έτυχαν εξέτασης και ερμηνείας σε μια σειρά αποφάσεων πρωτόδικων αλλά και της Ολομέλειας, στις οποίες καθορίστηκε το πλαίσιο με το οποίο το θέμα προσεγγίζεται από τα Δικαστήρια. Καθοριστικό κριτήριο στην κάθε περίπτωση, είναι η σχετικότητα της προτεινόμενης να προσαχθεί μαρτυρίας προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα που εγείρεται στην προσφυγή και η αποδεικτική της αξία έναντι του συγκεκριμένου επίδικου θέματος. Με άλλα λόγια, η μαρτυρία πρέπει να τεκμηριώνει τους λόγους ακύρωσης (Sportsman Betting Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd. (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835). Όμως, η προτεινόμενη να προσαχθεί μαρτυρία δεν μπορεί να διαφοροποιεί, μεταβάλλει ή αλλοιώνει τα στοιχεία που ήδη λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) Α.Α.Δ. 549 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 345).Είναι προφανές πως το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατά πόσο η προτεινόμενη μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα>.
Και συνεχίζει ο Ευπαίδευτος Δικαστής τον νομικό συλλογισμό: < Σύμφωνα με τη νομολογία, τα επίδικα θέματα μιας προσφυγής προσδιορίζονται στη δικογραφία και οι αγορεύσεις των συνηγόρων δεν αποτελούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων (Κοινότης Λυσού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537). Τα επίδικα θέματα εξετάζονται και αποφασίζονται με βάση αποκλειστικά το πραγματικό υπόβαθρο που οι διάδικοι παραθέτουν στο δικόγραφο τους (Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25). Μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορούν να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση διοικητικής πράξης. Οι αγορεύσεις δικηγόρων αποτελούν μόνο, μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι το υποκατάστατο της στοιχειοθέτησης τους (Θεοφάνους κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (2002) 3 Α.Α.Δ. 384).Σύμφωνα με τους Κανονισμούς 7[1] και 7Α[2] του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, τα νομικά σημεία μιας προσφυγής πρέπει να αιτιολογούνται (Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 282)>.
ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ