Στην πρώτη του παρέμβαση το Δημοσιονομικό Συμβούλιο ως σώμα δηλώνει ότι η καθυστέρηση στην υιοθέτηση νομοθεσίας για τις εκποιήσεις ενυπόθηκων ακινήτων, έστω και αν στοχεύει στη βελτίωση της, μπορεί να έχει κόστος μεγαλύτερο από τα τυχόν οφέλη που θα επιφέρει αυτή η βελτίωση.
Το Συμβούλιο, αφού αναφέρει ότι οι ανησυχίες που εκφράζονται για τις κοινωνικές επιπτώσεις είναι απόλυτα κατανοητές και σεβαστές, δηλώνει ότι “η καθυστέρηση ή η μη υιοθέτηση νόμων, που αποσκοπούν στην βελτίωση της λειτουργίας της κοινωνίας και της οικονομίας, ακόμη και όταν αυτή οφείλεται στον θεμιτό στόχο της τελειοποίησης του νόμου ώστε να περιοριστούν αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, μπορεί και να έχει κόστος. Κόστος το οποίο θα πρέπει να αντιπαραβληθεί με τα τυχόν οφέλη από την ίδια την καθυστέρηση”.
Στην ανακοίνωσή του, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σημειώνει μεταξύ άλλων, ότι η μη επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν απελευθερώνει κεφάλαια και ρευστότητα στην αγορά, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται αρνητικά οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και ακόμη να τίθεται σε κίνδυνο ο όλος δημοσιονομικός και χρηματοοικονομικός σχεδιασμός που έχει γίνει. “Ήδη τα πρόσφατα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Περαιτέρω καθυστέρηση στην επίλυση του προβλήματος, ενδεχομένως να φέρει ακριβώς τ’ αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που καλόπιστα επιδιώκουν, όσοι προσπαθούν να βελτιώσουν τις προτεινόμενες ρυθμίσεις για το θέμα των εκποιήσεων ενυπόθηκων ακινήτων”, προστίθεται.
Επιπρόσθετα, το Συμβούλιο αναφέρει πως σε μια περίοδο που γίνεται προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης κυπριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή και εξεύρεσης στρατηγικών επενδυτών, η ύπαρξη αβεβαιότητας για τις τελικές πρόνοιες των πιο πάνω ρυθμίσεων για τις εκποιήσεις, αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα και επηρεάζει αρνητικά την όλη προσπάθεια, αλλά και την αξία των οργανισμών.
Η παρέμβαση του κράτους με νομοθετικές ή άλλες ρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, σε αυτό το επίπεδο, δημιουργεί ακόμη ένα ηθικό αλλά και ουσιαστικό κίνδυνο, καθώς στην περίπτωση που η προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτύχει και τα επερχόμενα τεστ προσομοίωσης υποδείξουν την ανάγκη νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης κάποιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τότε δεν αποκλείεται το κράτος και η κοινωνία μας να βρεθούν ξανά μπροστά στα ανεπιθύμητα για όλους διλήμματα του παρελθόντος. “Η διάσωση με κρατική στήριξη (Bail out) θα αποτελεί μια από τις επιλογές. Ένα τέτοιο, έστω και απομακρυσμένο ενδεχόμενο, αναπόφευκτα θα απειλήσει την πορεία ανάκαμψης και σίγουρα θα δημιουργήσει την ανάγκη επιβολής νέων μέτρων”, αναφέρει.
Το Συμβούλιο αναφέρει ότι οι μεταρρυθμίσεις στο γενικό πλαίσιο για τις εκποιήσεις ήταν μια αδυναμία του συστήματος, την οποία οι ίδιοι είχαμε αναγνωρίσει πολύ πριν την τρέχουσα κρίση, το ίδιο και το θέμα της φερεγγυότητας. Σημειώνει πως οι μεταρρυθμίσεις σήμερα είναι αναγκαίες, θα πρέπει να γίνουν ώστε η όλη διαδικασία να γίνει πιο αποτελεσματική και δίκαιη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επιτραπεί στο ένα ή στο άλλο αντισυμβαλλόμενο μέρος να εκμεταλλευτεί το άλλο.
“Αν Κυβέρνηση και Βουλή έχουν ανησυχίες, ότι παρά τις καλόπιστες προσπάθειες τους, ενδεχομένως θα προκληθούν κοινωνικά προβλήματα, μπορούν, εντός των δυνατοτήτων του κράτους, να προχωρήσουν παράλληλα στην δημιουργία άλλων μηχανισμών, π.χ. σχεδίων στήριξης, που θα αντιμετωπίσουν ή να περιορίσουν το μέγεθος τους. Εάν ως κοινωνία ακόμη δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε την κρίση του απλού πολίτη, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τους θεσμούς του κράτους, και το πώς όλοι αυτοί θα ενεργήσουν μετά από αυτή την κρίση, τότε καμία νομοθετική ρύθμιση δεν πρόκειται να λύσει τα προβλήματα μας”, καταλήγει η ανακοίνωση.