Ορισμένες βασικές αρχές επί των μεταθέσεων

Του Δημοσθένη Στεφανίδη – Δικηγόρος

Σύμφωνα με τη νομολογία οι μεταθέσεις αποτελούν απλές διοικητικές πράξεις στις οποίες εφαρμόζεται το μαχητό τεκμήριο ότι διενεργούνται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας (Pierides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 274, Isaias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 490, Zachariou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 969). Tα Διοικητικά Δικαστήρια δεν επεμβαίνουν όταν η Διοίκηση ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια με ορθό τρόπο. ΄Ομως τα Δικαστήρια θα επέμβουν όταν διαπιστώνεται κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας ή πλάνη περί τα πράγματα ή παραγνώριση ουσιωδών στοιχείων (Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454, Mouzouris v. Republic (1972) 3 C.L.R. 43, Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 458/98 της 16/9/99). Συναφώς, όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Βεληγκέκα ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4387, που έχει επικροτηθεί στη Βεληγκέκα ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 567),’… η Διοίκηση είναι ο κριτής της ανάγκης για τη μετάθεση του δημοσίου υπαλλήλου. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι διενεργήθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος’ και τα οικογενειακά περιστατικά συνιστούν ένα παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη σε μια μετάθεση, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποφασιστικό παράγοντα [1].

Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου της διενέργειας της μετάθεσης για την εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας το φέρει ο αιτητής [2].

Περαιτέρω, λόγοι υγείας, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις των υπαλλήλων δεν αποτελούν τον κυρίαρχο παράγοντα που διέπει τις μεταθέσεις. Παρόλο ότι πρέπει να θεωρούνται ότι σχετίζονται με τις ανάγκες της υπηρεσίας πρέπει να ζυγίζονται σε συνδυασμό με την ολότητα τέτοιων αναγκών. Ο κυρίαρχος παράγων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας. Ωστόσο ούτε οι προσωπικές ούτε οι οικογενειακές περιστάσεις μπορούν να υπερισχύσουν της δέσμευσης του υπαλλήλου έναντι της υπηρεσίας. Τα προσωπικά συμφέροντα των υπαλλήλων πρέπει να υποτάσσονται στο δημόσιο συμφέρον [3] με την εκτίμηση των αναγκών και την επιλογή του τρόπου ικανοποίησης να ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου [4].

Από την άλλη μεριά, όμως, θα πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς η απόφαση για τη μετάθεση και να γίνεται αναφορά και αξιολόγηση των παραστάσεων του υπαλλήλου [5] η κατάσταση της υγείας αποτελεί σχετικό παράγοντα ο οποίος πρέπει να εξετάζεται δεόντως [6] η εξουσία για τη μετάθεση να μην ασκείται για αλλότριους σκοπούς ή καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και να έπεται της αναγκαίας έρευνας στα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα, στην οποία περιλαμβάνεται και η εξέταση των προσωπικών και οικογενειακών αναγκών του υπό μετάθεση λειτουργού [7] να εξειδικευθούν οι ανάγκες της υπηρεσίας, να καθορισθούν τα προσωπικά προβλήματα του υπαλλήλου και να υπάρχει κατάληξη σε συμπέρασμα ότι οι ανάγκες της υπηρεσίας καθιστούν τη μετάθεση του αναγκαία [8] τα συμφέροντα της υπηρεσίας να συγκεκριμενοποιούνται και να εξειδικεύονται [9] να αιτιολογούνται [10] με την αιτιολογία να πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πρότασης, ως συστατικό στοιχείο της, με ανοικτή τη δυνατότητα αυτή να συμπληρωθεί, όχι όμως και να αναπληρωθεί, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης [11].

Συναφώς, για να ασκείται ορθά η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης θα πρέπει να υπάρχει η αναγκαία και απαραίτητη έρευνα, στην οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός του συμφέροντος της υπηρεσίας και οι προσωπικές συνθήκες των υπαλλήλων, καθώς και η ταλαιπωρία που μπορεί να προκληθεί σε αυτούς. Την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας θα πρέπει να διακρίνει ισότητα στη μεταχείριση μεταξύ των υπαλλήλων και συμμόρφωση με τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου (Sofocleous v. Republic (1982) 3 C.L.R. 786) [12]. Επίσης, οι προσωπικοί, οικογενειακοί και άλλοι λόγοι που προβάλλει ο υπάλληλος θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και σταθμίζονται και όχι να παρακάμπτονται χωρίς επαρκή αξιολόγηση [13].

[1] Σιημητρά ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 661, 667, 668.
[2] Pierides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 274, Isaias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 490, 492, Zahariou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 969).

[3] Δέσπω Πέτσα v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4Γ Α.Α.Δ 1723 κ.α.
[4] Μαρία Πογιατζιή v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 532/1999, ημ. 22.9.2000, Κωνσταντίας Ιωακείμ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 855/1997, ημ. 16.9.1999.

[5] Σωτήρης Γιωργαλλής v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ 548
[6] Δέσπω Πέτσα v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4Γ Α.Α.Δ 1723 με παραπομπή στη Stamatiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 361).

[7] Δημήτρης Σ. Δημητρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 441/2002, ημ. 8.9.2003, Ανδρούλλα Φούσκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 917/2002, ημ. 8.9.2003, ΦΡΙΞΟΣ ΚΟΓΚΟΡΟΖΗΣ v. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ (1992) 4Ε Α.Α.Δ 3695, Ζαχαρίας Ιωάννου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3Γ Α.Α.Δ 1919, με παραπομπή στην Lazarou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 82, Carayiannis v. Republic (1969) 3 CLR 341.

[8] Μιχαήλ Χρυσάνθου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 226/2001, ημ. 14.1.2002.

[9] Μάρκου Πετρίδη v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 1038/1998, ημ. 8.10.1999.

[10] Μαρίας Κωνσταντινίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 691/1997, ημ. 22.1.1999, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΛΙΕΤΖΗΣ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 834/2002, ημ. 23.5.2003, Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 849/2002, ημ. 23.5.2003.

[11] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΛΙΕΤΖΗΣ v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω.

[12] Μαρίας Κωνσταντινίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω, κ.α, σχετικά με την “ταλαιπωρία” ιδέ και Ζαχαρίας Ιωάννου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3Γ Α.Α.Δ 1919.

[13] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΛΙΕΤΖΗΣ v. Κυπριακής Δημοκρατίας και , Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας,ανωτέρω, Σταύρος Παλιόφιλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 83/2005, ημ. 22.9.2006.

*Η νομολογία είναι ενδεικτική