Με την ανακοίνωσή της αναφορικά με τα θέματα προς συζήτηση κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της Σύναξης των Προκαθήμενων των κατά τόπους Ορθόδοξων Εκκλησιών, στο Φανάρι, ανάμεσα στα οποία θέτει και την καταδίκη της ομοφυλοφιλίας, η Εκκλησία της Κύπρου αποξενώνεται ακόμα περισσότερο από τη σημερινή πραγματικότητα.
Ταυτόχρονα, θεωρούμε τις δηλώσεις της αυτές επικίνδυνες, αφού, άθελά της, προτείνει την περιθωριοποίηση μιας ευάλωτης ομάδας της κοινωνίας, γεγονός που δεν θα μας εξέπλησσε εάν ωθούσε και κάποιους να προβούν σε ομοφοβικές πράξεις βίας εν ονόματι της, επικαλούμενοι, μάλιστα, την αγάπη του Θεού.
Η Εκκλησία της Κύπρου δεν δύναται να είναι πολέμιος της διαφορετικότητας αλλά, αντίθετα, θα έπρεπε να έχει ως κύριο μέλημά της την εξεύρεση τρόπων να την αγκαλιάσει και να την εντάξει στους κόλπους της, λαμβάνοντας μάλιστα μηνύματα από άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες ανά το παγκόσμιο, οι οποίες συνειδητοποίησαν ήδη ότι ο αφορισμός και η αποξένωση δεν είναι ο σωστός τρόπος για να προωθηθούν τα μηνύματα του Θεού, όπως οι ίδιες τα αντιλαμβάνονται. Πρόσφατα, μάλιστα, ο ίδιος ο Πάπας Φραγκίσκος όταν ρωτήθηκε για το θέμα της ομοφυλοφιλίας απάντησε, “Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω ένα γκέι αν αναζητά τον Κύριο και έχει καλές προθέσεις;” στέλνοντας με αυτό τον τρόπο το μήνυμα της αποδοχής και της αγάπης προς όλους. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα δούμε αντίστοιχες κινήσεις και από τη δική μας Εκκλησία.
Παράλληλα, η Accept ξεκαθαρίζει ότι, τα αιτήματά της αφορούν αποκλειστικά σε πολιτικά δικαιώματα που απορρέουν από την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, όπως αυτά διακηρύχτηκαν και υπογράφτηκαν από όλα τα κράτη-μέλη, ανάμεσα τους και την Κύπρο.
Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα προέκυψαν μέσα από τις ίδιες ανησυχίες που έχει και η Εκκλησία και μοναδικό τους μέλημα είναι να διασφαλίσουν το καλύτερο δυνατόν περιβάλλον ανάπτυξης και ευημερίας για όλο ανεξαιρέτως το ανθρώπινο είδος.
Συγκεκριμένα:
• Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση, και οφείλουν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα αδελφοσύνης.
• Κάθε άνθρωπος δικαιούται να επικαλείται όλα τα δικαιώματα και όλες τις ελευθερίες που προκηρύσσει η Διακήρυξη, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, ειδικότερα ως προς τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τις θρησκείες, τις πολιτικές ή οποιεσδήποτε άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την περιουσία, τη γέννηση ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση.
• Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο και έχουν δικαίωμα σε ίση προστασία του νόμου, χωρίς καμία απολύτως διάκριση.
• Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του, ούτε προσβολές της τιμής και της υπόληψης του. Καθένας έχει το δικαίωμα να τον προστατεύουν οι νόμοι από επεμβάσεις και προσβολές αυτού του είδους.
Οι επιδιώξεις των ΛΟΑΤ ατόμων δεν υπερβαίνουν με κανένα τρόπο όσα ήδη εξασφαλίζουν τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στους υπόλοιπους πολίτες. Διεκδικούμε αποκλειστικά εκείνα που νομικά ισχύουν για όλους τους πολίτες- τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Είμαστε σίγουροι ότι η Εκκλησία της Κύπρου, όχι μόνο ασπάζεται όλα τα πιο πάνω, αλλά και στέκεται σύμμαχος σε όλους όσοι ακόμα αναγκάζονται να διεκδικούν τις βασικές τους ελευθερίες, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και οι ομοφυλόφιλοι, οι λεσβίες, οι τρανς και τα αμφισεξουαλικά άτομα. Δεν έχουμε δε, ουδεμία αμφιβολία ότι σκοπός της Εκκλησίας μας είναι να αγκαλιάσει με αγάπη και κατανόηση όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις, ακόμα και εκείνες που διαφέρουν από την πλειοψηφία, όπως δίδαξε και ο ίδιος ο Χριστός με τον βίο του.
Όπως σημείωσε, με αφορμή το ίδιο θέμα, και ο Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Πειραιώς τον περασμένο Δεκέμβριο, «ο Χριστιανισμός δεν είναι ηθική, αλλά Μήνυμα και Ελπίδα Σωτηρίας μέσα από την προσδοκία της Ανάστασης. Η Ορθοδοξία δε, απέχει πλήρως από αντιλήψεις κανονιστικές, ηθικοπλαστικές, τιμωρητικές.»
Εξάλλου, η πρόοδος που έχει παρατηρηθεί, τόσο στα πιστεύω της Κυπριακής Κοινωνίας αναφορικά με το θέμα (πρόσφατη έρευνα αποδεικνύει ότι 53.3% των Κύπριων πολιτών αποδέχονται το Σύμφωνο Συμβίωσης[1]), όσο και στην αντιμετώπιση που τυγχάνουν τα αιτήματά των ΛΟΑΤ ατόμων από τους πολιτειακούς αξιωματούχους (πέντε από τους έξι Κύπριους Ευρωβουλευτές είναι εντεταγμένοι στην «Διακομματική Ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου για τα ΛΟΑΤ Δικαιώματα»), αποδεικνύει με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση, αυτά που ο Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας αντιτάσσει στις θέσεις της Ελληνικής Εκκλησίας στη συνέχεια της ίδιας επιστολής:
«Οι θρησκευτικές μας αντιλήψεις ως προσώπων δεν μπορούν να επηρεάσουν, από ένα σημείο και μετά, τις επιλογές της ευρωπαϊκής και εθνικής έννομης τάξης και το εύρος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που οφείλουν πολλά στο Χριστιανισμό, αλλά κινούνται πλέον σε μια παγκόσμια σφαίρα αξιών πολλαπλών προελεύσεων και επιρροών μέσα σε μια πλουραλιστική διεθνή κοινωνία .
Η εθνική μας ταυτότητα και η ορθόδοξη παράδοση μας δεν κινδυνεύουν αλλά επιβεβαιώνονται μέσα στο περιβάλλον αυτό χωρίς να θίγεται όμως κανένας άλλος. Οι βουλευτές, τα κόμματα, οι κυβερνήσεις, τα κοινοβούλια λειτουργούν ως όργανα του κράτους και όχι ως πιστοί υπό τον πνευματικό έλεγχο της θρησκευτικής τους κοινότητας. Το αντίθετο οδήγησε ιστορικά και δυστυχώς εξακολουθεί να οδηγεί, σε πολλά σημεία του κόσμου, σε τραγικές και απάνθρωπες καταστάσεις. Σε ανεξέλεγκτη βία. Σε ακύρωση της αξίας του ανθρώπινου προσώπου.»
Η Accept-ΛΟΑΤ Κύπρου θεωρούμε δεδομένο ότι η στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα είναι ανάλογη και αντάξια των υποχρεώσεων της αναφορικά με τη διαφύλαξη των ίσων δικαιωμάτων όλων των πολιτών της. Χωρίς εξαιρέσεις.