Του Αναστάση Θεοχαρίδη*
Το Δίκαιο της Θαλάσσης αποτελεί ένα από τα βασικότερα και πιο αμφιλεγόμενα τμήματα του Διεθνούς Δικαίου. Ο συγκεκριμένος κλάδος δικαίου είναι σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ στον τόπο μας, εξαιτίας κυρίως της ανεύρεσης σημαντικών ποσοτήτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για να κατανοήσουμε το νομικό καθεστώς της ΑΟΖ θα πρέπει να ανατρέξουμε στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III – 1982) και να προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις βασικές πρόνοιες της Σύμβασης που αφορούν το καθεστώς της ΑΟΖ. Τα άρθρα 55 – 75 της Σύμβασης (Part V) αναφέρονται στην ΑΟΖ και καθορίζουν το πλαίσιο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του παράκτιου κράτους έναντι τρίτων κρατών.
Η εισαγωγή του θεσμού της ΑΟΖ υπήρξε πρωτοποριακή για τα δεδομένα της τότε εποχής και έμελε να προσελκύσει παγκόσμιο ενδιαφέρον αλλά και κριτική. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ακόμη μια καθολική άποψη για το αμφιλεγόμενο καθεστώς της ΑΟΖ και αυτό πηγάζει κυρίως από τις ασάφειες οι οποίες εμπεριέχονται στο κείμενο της Σύμβασης αναφορικά με τις πρόνοιες που ρυθμίζουν το καθεστώς της ΑΟΖ.
Το βέβαιο είναι ότι με την εισαγωγή του θεσμού της ΑΟΖ περιορίστηκε σημαντικά η ευχέρεια των κρατών να δρουν ανεξέλεγκτα στις ανοιχτές θάλασσες. Με άλλα λόγια τα δικαιώματα των κρατών επί των ανοιχτών θαλασσών επηρεάστηκαν δυσμενώς προς όφελος του νέου καθεστώτος, αυτού της ΑΟΖ.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Σύμβασης, η έκταση της ΑΟΖ δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 200 ναυτικά μίλια. Η ΑΟΖ εγκαθιδρύει κυριαρχικά δικαιώματα για το παράκτιο κράτος, δικαιώματα τα οποία αφορούν την έρευνα και εκμετάλλευση των φυσικών και ζώντων θαλάσσιων πόρων.
Επιπλέον, το παράκτιο κράτος έχει αποκλειστικό δικαίωμα να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί τεχνητές νήσους και/ή άλλες εγκαταστάσεις με απώτερο σκοπό την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της οικονομικής αυτής ζώνης, όπως επίσης να διεξάγει τις αναγκαίες επιστημονικές έρευνες και ταυτόχρονα να μεριμνεί για την προστασία του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου περιβάλλοντος. Εδώ παρατηρούμε ότι υπάρχει σαφής αναφορά στην υποχρέωση του παράκτιου κράτους να λαμβάνει όλα τα προληπτικά μέτρα προς αποφυγήν οποιασδήποτε περιβαλλοντικής ρύπανσης.
Η Σύμβαση αναγνωρίζει από την άλλη και τα δικαιώματα τρίτων κρατών και πιο συγκεκριμένα την αναγκαιότητα για ελεύθερη ναυσιπλοΐα και ανεμπόδιστη εναέρια κυκλοφορία όπως επίσης και το δικαίωμα πόντισης καλωδίων.
Αυτό το ιδιόμορφο καθεστώς της ΑΟΖ δύναται να είναι αποδέκτης πολλών ερμηνειών, στο βαθμό που τα συμφέροντα του παράκτιου κράτους συγκρούονται και/ή υπερτερούν έναντι των τρίτων. Παραδοσιακά δεν υπάρχει μια ενιαία πρακτική από την πλευρά των κρατών, αφού σε κάθε περίπτωση η λύση που διδόταν ήταν συμβατή με τα τότε οικονομικό/πολιτικά δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Η σημαντικότερη διαφορά της ΑΟΖ με τις άλλες θαλάσσιες ζώνες στις οποίες ασκεί δικαιοδοσία και κυριαρχία το παράκτιο κράτος, έγκειται στο γεγονός ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της ΑΟΖ δεν ιδρύονται αυτοδικαίως. Ως εκ τούτου το παράκτιο κράτος θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να προβεί σε διακήρυξη της ΑΟΖ του για να δύναται να ασκεί κυριαρχία επί αυτής.
Αναφορικά με την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις προκλήσεις της Τουρκίας, θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε την κατάσταση ως εξής:
Οι αβάσιμοι νομικοί ισχυρισμοί της Τουρκίας εδράζονται στην πάγια θέση της ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και επομένως η «Ελληνική Διοίκηση του Νότου» δεν νομιμοποιείται να υπογράφει συμφωνίες και να χορηγεί άδειες διερευνητικών γεωτρήσεων, πόσον μάλλον να ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα επί της ΑΟΖ ολόκληρου του νησιού. Η Τουρκία διακηρύττει ότι η κρατική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας πηγάζει από κοινού από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους και άρα από την στιγμή που οι Τουρκοκύπριοι δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση, δεν νομιμοποιείται η Ελληνοκυπριακή πλευρά να ασκεί μονομερώς κυριαρχικά δικαιώματα επί της ΑΟΖ του νησιού.
Επομένως η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της ΑΟΖ θα πρέπει να μετατεθεί μετά την λύση του Κυπριακού προβλήματος.
Η Τουρκία δρώντας παράνομα και ετσιθελικά προχώρησε στη σύναψη συμφωνίας με την λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρος», η οποία προβλέπει και καθορίζει την υφαλοκρηπίδα μεταξύ των δύο. Η εν λόγω συμφωνία πάσχει από ακυρότητα και ασφαλώς δεν παράγει οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα, από την στιγμή που το ένα μέρος της συμφωνίας δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος και άρα δεν ακολουθήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.
Η διακηρυγμένη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας συνοψίζεται ως εξής – «η Κύπρος ως ένα διεθνώς αναγνωρισμένο παράκτιο κράτος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους της ΑΟΖ της και να συνομολογεί συμφωνίες οριοθέτησης με τα γειτονικά της κράτη όπως η Αίγυπτος, ο Λίβανος και το Ισραήλ, μέσα στα πλαίσια πάντα της νομιμότητας και των προνοιών του Διεθνούς Δικαίου».
Το ισχυρότερο όμως νομικό όπλο της Κυπριακής Δημοκρατίας έγκειται στο γεγονός ότι αν και η Τουρκία δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), το 1986 μετά από συμφωνία με την τότε Ε.Σ.Σ.Δ, την Βουλγαρία και την Ρουμανία, οριοθέτησε και ανακήρυξε τη δική της ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό το γεγονός αποτελεί το ισχυρότερο νομικό όπλο της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφόσον η Τουρκία αν και δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης του ΟΗΕ, εντούτοις συναίνεσε με τις πιο πάνω συμφωνίες στον αναδυόμενο κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου που αφορά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Επομένως δεσμεύεται από τις πρακτικές οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών, έστω και αν δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σχετική Σύμβαση.
*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας