Ο ΥΠΟΙΚ κάλεσε τη Βουλή να κυρώσει Μνημόνιο και δανειακή σύμβαση
Ο Υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης κάλεσε τη Βουλή να λάβει «μια πολύ δύσκολη αλλά αναγκαία απόφαση» και να κυρώσει τη δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο, τονίζοντας ότι τα πράγματα θα είναι «πάρα πολύ δύσκολα», ωστόσο χωρίς το πρόγραμμα η Κύπρος θα οδηγηθεί σε πλήρη οικονομική κατάρρευση, ενώ οι συνέπειες της εξόδου από την ευρωζώνη θα είναι «δραματικές».
Μιλώντας σε κοινή συνεδρία της Επιτροπής Οικονομικών και της Επιτροπής Εξωτερικών, ο Υπουργός είπε ότι η Κύπρος θα ήθελε περισσότερα από τα 10 δις στα οποία ανέρχεται το ύψος του δανείου, καθώς κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μια πιο διαχειρίσιμη κατάσταση σήμερα, ωστόσο θα δημιουργούσε περισσότερο χρέος για τις μελλοντικές γενιές.
Σημείωσε ότι τα 3,4 δις από τα 10 δις προορίζονται για την κάλυψη των μελλοντικών ελλειμμάτων, υπογραμμίζοντας ότι «οριακά και μόνο» μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες των δημόσιων οικονομικών. Τα υπόλοιπα προορίζονται για την κάλυψη παλαιότερων χρεών του κράτους και τις ανάγκες του συνεργατισμού σε πρόσθετα κεφάλαια.
Ο Υπουργός Οικονομικών είπε ότι πρόκειται για ένα χαμηλότοκο δάνειο, με μακροχρόνια περίοδο αποπληρωμής και με περίοδο χάριτος. Το επιτόκιο είπε θα ανέρχεται στο 2,5%, ωστόσο δεν θα είναι σταθερό αφού θα εξαρτάται από το ύψος των επιτοκίων με τα οποία θα δανείζεται ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας για να δανείσει την Κύπρου.
Σύμφωνα με τον Υπουργό το επιτόκιο είναι χαμηλότερο από τα επιτόκια όλων των δανείων τα οποία θα αναχρηματοδοτηθούν από τη βοήθεια που θα λάβει η Κύπρος.
«Η κατάσταση θα είναι δύσκολη και οριακή. Τα νούμερα βγαίνουν δεν βγαίνουν» τόνισε ο Υπουργός, συμπληρώνοντας ότι αν δεν είχαμε τη βοήθεια που μας προσφέρει ο Μηχανισμός και ειδικότερα τα 3,4 δις που προορίζονται για μελλοντικά ελλείμματα, «οι δυσκολίες θα ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες και τα μέτρα θα ήταν εφιαλτικά».
Σημείωσε ως τη «μόνη διέξοδο» την επανεκκίνηση της οικονομίας. «Πρέπει να εργαστούμε συστηματικά για να ενθαρρύνουμε την οικονομική δραστηριότητα, την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την απασχόληση.
Πρέπει να προχωρήσουμε σε βαθιές διαρθρωτικές τομές, που θα απελευθερώσουν τις παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα νέο μοντέλο κράτους και ένα νέο μοντέλο βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης» είπε.
Ανέφερε δε ότι «αντί να μεμψιμοιρούμε, ίσως θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε και τα δικά μας λάθη, και να ξεκινήσουμε δουλειά για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος. Αντί να αναζητούμε ανύπαρκτες εναλλακτικές επιλογές και από μηχανής θεούς, ίσως θα πρέπει να αποφασίσουμε πως σιγά σιγά θα πάρουμε τον έλεγχο και την τύχη στα δικά μας χέρια».
“Σιγά σιγά θα πάρουμε τον έλεγχο και την τύχη στα δικά μας χέρια».
Αναγνώρισε ότι και εξωγενείς παράγοντες που σχετίζονται με την διεθνή οικονομική κρίση αλλά και λάθη και παραλείψεις στη διαχείριση του τραπεζικού και συνεργατικού μας τομέα επιβάρυναν την κατάσταση και εξέφρασε την άποψη πως ο αποκλεισμός της Κύπρου από τις αγορές και η απόφαση για το κούρεμα του ελληνικού χρέους δημιούργησαν τετελεσμένα που αργά ή γρήγορα θα βρίσκαμε μπροστά μας.
Ανέφερε ότι όταν ένα κράτος απολέσει τη δυνατότητά του να χρηματοδοτεί τις ανάγκες του ουσιαστικά χάνει ένα μέρος της κυριαρχίας του και είτε θα αντιμετωπίσει την πλήρη οικονομική καταστροφή είτε θα αναζητήσει βοήθεια, κάτι το οποίο η Κύπρος έπραξε με μία καθυστέρηση η οποία οφειλόταν μεταξύ άλλων και στην αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών οι οποίες προφανώς δεν προέκυψαν.
Είπε ότι η νέα κυβέρνηση παρέλαβε μία κατάσταση οριακή, τόσο σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά όσο και σε σχέση με τις τράπεζες και πρόσθεσε ότι τα χρονικά και διαπραγματευτικά περιθώρια ήταν ανύπαρκτα και δεν υπήρχαν επιλογές.
«Είτε θα κατέρρεαν οι τράπεζες με την απώλεια του συνόλου των καταθέσεων, είτε θα διασφαλίζαμε τουλάχιστον τις πρώτες 100 χιλιάδες για τον κάθε καταθέτη. Είτε θα χάναμε και τις δύο μεγάλες τράπεζες, είτε θα προσπαθούσαμε τουλάχιστον να κρατήσουμε τη μία. Είτε το κράτος θα χρεοκοπούσε χωρίς να είναι σε θέση να πληρώσει ούτε μισθούς ούτε συντάξεις, είτε θα διασφαλίζαμε μια δεύτερη ευκαιρία» ανέφερε ο Υπουργός.
Είπε επίσης ότι η δανειακή σύμβαση αποτελεί ένα τυποποιημένο νομικό έγγραφο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης και δεν ετοιμάστηκε ειδικά για την Κύπρο, αλλά συνδιαμορφώθηκε από τον ΕΜΣ με τη συμμετοχή της Κύπρου και το μόνο που έχει αλλάξει είναι τα ποσά. Πρόσθεσε ότι το Μνημόνιο το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δανειακής σύμβασης, προδιαγράφει τους πολύ ειδικούς όρους της βοήθειας.
Από πλευράς του ο Υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης είπε ότι με τη σύμφωνη γνώμη της Κύπρου έχουν ληφθεί μία σειρά αποφάσεων σε επίπεδο ΕΕ, όπως η δημιουργία του Γιούρογκρουπ, το οποίο παρόλο που δεν περιλαμβάνεται στις Συνθήκες της ΕΕ ως θεσμικό όργανο, έχει δημιουργηθεί με απόφαση θεσμικού οργάνου της ΕΕ, όπως και ο ΕΜΣ, και τόνισε ότι θα συνιστά παραβίαση της Συνθήκης Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ, ενδεχόμενη απόφαση της Κύπρου να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη.
Υπογράμμισε ακόμα ότι ένας από τους κύριους λόγους ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ ήταν το εθνικό πρόβλημα, το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται.
«Δεν έχουμε επιλογή παρά να παραμείνουμε στην ευρωζώνη και επομένως να παραμείνουμε στις διαδικασίες με την Τρόικα για τη σύναψη Μνημονίου Συναντίληψης και στη συνέχεια δανειακής σύμβασης» είπε.
Ανέφερε δε ότι το Μνημόνιο είναι αυτό που συμφωνήθηκε από την προηγούμενη Κυβέρνηση με μια σειρά από τροποποιήσεις που έγιναν από τη σημερινή Κυβέρνηση.
Ο κ. Κασουλίδης είπε πως η εκταμίευση της πρώτης δόσης από το Μηχανισμό μεταξύ 11 και 15 Μαΐου, και εν συνεχεία με μία μέρα διαφορά θα γίνει η εκταμίευση της πρώτης δόσης από το ΔΝΤ.
Εκ μέρους της ΚΤ ο είπε ότι το πρόγραμμα βασίζεται σε τρεις άξονες, που είναι η δημοσιονομική προσαρμογή, αναδιάρθρωση και συρρίκνωση του τραπεζικού τομέα και διαρθρωτικές αλλαγές.
Ως αποτέλεσμα αυτών των σημαντικών αλλαγών στην κυπριακή οικονομία, προβλέπεται ότι το ΑΕΠ θα επόμενα δύο χρόνια θα σημειώσει σημαντική πτώση της τάξης του 10,6%, σύμφωνα με τον κ. Συρίχα.
Ανέφερε ότι «το κλειδί στην επιτυχία του προγράμματος είναι να συγκρατήσουμε τη πτώση του ΑΕΠ στα προβλεπόμενα από το Μνημόνιο επίπεδα και πρέπει να παρθούν τέτοια μέτρα για επανεκκίνηση της οικονομίας και αποκατάσταση τις εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα, ώστε να συγκρατηθεί μέσα στους προβλεπόμενους στόχους η πτώση του ΑΕΠ και στη συνέχεια η ανάκαμψή του. Διαφορετικά θα μπούμε σε ένα φαύλο κύκλο που θα απαιτούνται περισσότερα μέτρα».