Συντεταγμένα και μέσα στις συνταγματικές και νομοθετικές εξουσίες και τη διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέα και της Νομικής Υπηρεσίας, παραπέμφθηκε να εκδικαστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο η υπόθεση της επένδυσης του ακινήτου στη Δρομολαξιά με χρήματα του Γραφείου Συντάξεων Εργαζομένων της CYTA, αφού κρίθηκε με κριτήρια νομικά ως κατάλληλη να εκδικαστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, αναφέρουν σε γραπτή δήλωση που εξέδωσαν ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας Ρίκκος Ερωτοκρίτου.
Η γραπτή δήλωσε εξεδόθη σε σχέση με την αναφορά του ΓΓ του ΑΚΕΛ Άντρου Κυπριανού ο οποίος σύμφωνα με την δήλωση των κ. Κληρίδη και Ερωτοκρίτου «εξισώνει με σκευωρία, την ‘διαφοροποίηση προς το ηπιότερο’, του κατηγορητηρίου, που καταχωρήθηκε σήμερα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας», αναφορικά με την υπόθεση της Δρομολαξιάς.
«Καθηκόντως, νιώθουμε την υποχρέωση να τοποθετηθούμε σ’ εκείνο το περιεχόμενο, της αποψινής δήλωσης του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ που εξισώνει με σκευωρία, την ‘διαφοροποίηση προς το ηπιότερο’, του κατηγορητηρίου, που καταχωρήθηκε σήμερα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, και που αφορά τη γνωστή υπόθεση, πάντα με βάση το κατηγορητήριο, χρηματισμού μελών της Αστυνομικής Δύναμης με συνέργεια άλλου προσώπου, προς το σκοπό καταδολίευσης του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών».
Στη δήλωση τους οι Γενικός και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αναφέρουν ότι «η πιο πάνω υπόθεση πάλι όπως είναι γνωστό αφορά τμήμα της γνωστής υπόθεσης της επένδυσης του ακινήτου στη Δρομολαξιά με χρήματα του Γραφείου Συντάξεων Εργαζομένων της CYTA».
Προσθέτουν ότι «με βάση το άρθρο 155 περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ‘όταν πρόσωπο έχει παραπεμφθεί σε δίκη βάσει κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται, αν έχει τη γνώμη ότι η υπόθεση δύναται κατάλληλα να εκδικαστεί συνοπτικά δυνάμει των εξουσιών τις οποίες έχει το Δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας, να δώσει οδηγίες όπως η υπόθεση αυτή εκδικαστεί και αποφασιστεί από τέτοιο Δικαστήριο’».
«Συνεπώς η εν λόγω υπόθεση στην οποία αναφέρεται ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ παραπέμφθηκε να εκδικαστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο συντεταγμένα και μέσα στις συνταγματικές και νομοθετικές εξουσίες και τη διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέα και της Νομικής Υπηρεσίας, αφού κρίθηκε με κριτήρια νομικά ως κατάλληλη να εκδικαστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο», αναφέρει η Γενική Εισαγγελία.
Στην γραπτή δήλωση αναφέρεται ότι «ενδεικτικά και μόνο τέτοια κριτήρια, είναι το χρηματικό ποσό που αφορά την υπό συζήτηση υπόθεση και που είναι συνολικά €50.000, αλλά και το κατά πόσον η ποινική απαξία της κάθε φορά κρινομένης για παραπομπή υπόθεσης, αντανακλάται με επάρκεια όταν εκδικάζεται από Επαρχιακό Δικαστήριο, έχοντας πάντα υπόψη το μέγιστο της ποινής που μπορεί να επιβάλει Επαρχιακό Δικαστήριο για ποινικά αδικήματα που στην προκείμενη υπό συζήτηση περίπτωση το μέγιστο της ποινής είναι πέντε χρόνια».
«Καταληκτικά με κριτήριο τόσο το πιο πάνω χρηματικό ποσό αλλά και τη νομική απαξία που επιβάλλεται να δοθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση, και αφού λήφθηκε υπόψη σημείωμα που συνηγορούσε υπέρ της παραπομπής και που ετοιμάστηκε από αρμόδιο λειτουργό της Νομικής Υπηρεσίας, αποφασίστηκε ότι η εν λόγω υπόθεση δύναται κατάλληλα να εκδικαστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι από το Κακουργιοδικείο», αναφέρεται στη γραπτή δήλωση των Κληρίδη και Ερωτοκρίτου.
Ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αναφέρουν, ακόμη, ότι
«καθημερινά στα Επαρχιακά Δικαστήρια εκδικάζονται κατάλληλα ποινικές υποθέσεις με χρηματικό στοιχείο αναφοράς τριπλάσιο και τετραπλάσιο των €50.000 αλλά όπως και ομοίως καταδολιεύσεις βαρύτερες της μορφής που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι στο υπό συζήτηση κατηγορητήριο».
Ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Β. Γενικός Εισαγγελέας και η Νομική Υπηρεσία, συνεχίζει η ανακοίνωση, «προάγουν ποινικές διώξεις (prosecuting) και δεν καταδιώκουν κανένα για οποιοδήποτε μη νομικό λόγο (persecuting)».
Κληρίδης και Ερωτοκρίτου αναφέρονται και στην «αμφισβήτηση εκ μέρους του Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ του δικαιολογημένου της έκδοσης εντάλματος σύλληψης, για τα τρία πρόσωπα που συνελήφθησαν σήμερα καθηκόντως» και υπενθυμίζουν, ότι «με βάση το Νόμο και το Σύνταγμα, το δικαιολογημένο ή μη της έκδοσης του εντάλματος, κρίνεται αποκλειστικά και μόνο από το Δικαστήριο, και από κανένα άλλο, και αυτό έγινε σήμερα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας».