Τη δική τους εκδοχή, υπό την μορφή παρέμβασης, για την πορεία του «μαύρου χρήματος» η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της δικαστικής διαδικασίας τις τελευταίες ημέρες και στην οποία εμπλέκονται πρώην κυβερνητικοί παράγοντες αλλά και εταιρείες από την Κύπρο έδωσαν οι δύο συγκατηγορούμενοι του πρώην Υπουργού Άμυνας, Άκη Τσοχατζόπουλου, οι κύριοι Σμπώκος και Ζήγρας.
Ο κ. Ζήγρας, ξάδελφος του πρώην Υπουργού, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Εισαγγελέα, επανέλαβε τα όσα, δια του συνηγόρου του, είχε ισχυριστεί την Πέμπτη, δηλαδή ότι παρέλαβε βαλίτσα με χρήματα από τον πρώην Κύπριο Υπουργό, Ντίνο Μιχαηλίδη και την παρέδωσε στο κ. Τσοχατζόπουλο. Επέμεινε ότι ο ίδιος δεν γνώριζε το περιεχόμενο της βαλίτσας και ότι αντιλήφθηκε ότι περιείχε περί τα 80 εκατομμύρια δραχμές όταν ο κ. Τσοχατζόπουλος την άνοιξε ενώπιόν του. Διευκρίνισε επίσης ότι η παραλαβή των χρημάτων αυτών έγινε πριν αγοραστεί από την εταιρεία BlueBell το 1998 το ακίνητο στην οδό Δεινοκράτους, το οποίο, όπως τόνισε, δεν ήταν επιλογή της εταιρείας αλλά του κ. Τσοχατζόπουλου.
Μετά τον κ. Ζήγρα, στη διαδικασία παρενέβη και ο έτερος κατηγορούμενος, Γιάννης Σμπώκος, πρώην Γενικός Γραμματέας Εξοπλισμών του Υπουργείου Άμυνας, για να δώσει διευκρινίσεις σχετικά με τα χρήματα που δόθηκαν προς την κυπριακή εταιρεία Drumilan από τη ρωσική Αntey μετά την αγορά των συστημάτων TORM-1 από την Ελλάδα.
Ο κ. Σμπώκος δήλωσε ότι πρόκειται για απολύτως νόμιμη συναλλαγή καθώς με βάση τη συμφωνία που είχε υπογραφτεί τον Ιούλιο του 2000, μεταξύ των εταιρειών Αntey και Drumilan Offset αναφέρεται ότι η κυπριακή εταιρεία αναλαμβάνει να υλοποιήσει σειρά αντισταθμιστικών προγραμμάτων για τα οποία θα πληρωθεί με το 10% του συνολικού ποσού που εγκρίνεται. Η παρέμβαση του κ. Σμπώκου είχε ως αφορμή την κατάθεση του μάρτυρα Παναγιώτη Βλάχου, ο οποίος είναι εφοριακός και σύμβουλος του ανακριτή και είχε διατυπώσει την άποψη ότι τα 25 εκατομμύρια δολάρια που εντοπίστηκαν στην κυπριακή εταιρεία και είχαν δοθεί από τη ρωσική δεν ήταν παρά «μίζα» που δόθηκε όταν το ελληνικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας πίστωσε τα 250 εκατομμύρια δολάρια για την αγορά των αντιαρματικών TORM-1.