Σημαντικά κλινικά στοιχεία για δύο καινοτόμες θεραπείες που συμβάλλουν στη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου στους πάσχοντες από διαβήτη τύπου ΙΙ, ανακοινώθηκαν κατά τη διάρκεια του 74ου Ετήσιου Συνεδρίου της Αμερικάνικης Διαβητολογικής Εταιρείας. Συγκεκριμένα, η ενέσιμη glargine μειώνει τον κίνδυνο νυχτερινών υπογλυκαιμικών επεισοδίων, ενώ η λιξισενατίδη συμβάλλει σε χαρακτηριστικά υψηλότερη μείωση των επιπέδων σακχάρου αίματος.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με συνολική ανάλυση που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου η ερευνητική θεραπεία με τη νέα ενέσιμη ινσουλίνη glargine [rDNA προέλευσης], 300 U/mL, έδειξε σταθερά σημαντικά λιγότερα υπογλυκαιμικά επεισόδια οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, συμπεριλαμβανομένων νυχτερινών επεισοδίων, σε σύγκριση με τη ενέσιμη ινσουλίνη glargine [rDNA προέλευσης], 100 U/mL.
Η συνολική ανάλυση περιλάμβανε δεδομένα από τρεις διαφορετικούς πληθυσμούς ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη Τύπου ΙΙ. Σε αυτή την ανάλυση, παρατηρήθηκε εμφανώς σημαντικότερη μείωση των υπογλυκαιμικών επεισοδίων οποιαδήποτε στιγμή του 24ώρου, συμπεριλαμβανομένης της νύχτας, με θεραπεία με τη νέα ενέσιμη ινσουλίνη glargine [rDNA προέλευσης], 300 U/mL κατά την περίοδο τιτλοποίησης διάρκειας 8 εβδομάδων συγκριτικά με την ενέσιμη ινσουλίνη glargine [rDNA προέλευσης], 100 U/mL.
Να σημειωθεί ότι, ο φάκελος της νέας ενέσιμης ινσουλίνης glargine [rDNA προέλευσης], 300 U/mL έγινε δεκτός προς αξιολόγηση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA).
Σε ότι αφορά την λιξισενατίδη, από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν προκύπτει ότι πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο σε μία συγκριτική (head-to-head) φαρμακοδυναμική μελέτη έναντι της λιραγλουτίδης, διάρκειας 8 εβδομάδων, η οποία έδειξε χαρακτηριστικά σημαντικότερη μείωση των επιπέδων μεταγευματικής γλυκόζης σάκχαρο αίματος) μετά από τη λήψη δοκιμαστικού γεύματος σε σύγκριση με τη λιραγλουτίδη, όταν προστέθηκαν σε θεραπεία με ινσουλίνη glargine που τιτλοποιήθηκε στη βέλτιστη δόση.
Τέλος, στο πλαίσιο του συνεδρίου παρουσιάστηκαν και στοιχεία από τη μελέτη καταγραφής TEENs, τη μεγαλύτερη σύγχρονη μελέτη περίθαλψης σε συνθήκες πραγματικής ζωής, με τη συμμετοχή σχεδόν 6.000 νέων που πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου Ι, ηλικίας 8 έως 25 ετών. Τα ευρήματά της ανέδειξαν ότι πάνω από το 70% των νέων δεν πετυχαίνει τους γλυκαιμικούς στόχους του (μέτρηση βάσει επιπέδων HbA1C), αλλά και ότι η επίτευξη των επιθυμητών επιπέδων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1C σχετίζεται με μία σημαντικά καλύτερη ποιότητα ζωής (QoL) για τους νέους (p<0,05). «Τα ευρήματα από την μελέτη TEENs μπορούν να μας βοηθήσουν να σχεδιάσουμε νέες προσεγγίσεις της φροντίδας, οι οποίες θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν πολλές προκλήσεις που σχετίζονται με τον μη επαρκή γλυκαιμικό έλεγχο και την ψυχοκοινωνική επιβάρυνση της περίθαλψης, ώστε να βοηθήσουμε τους νέους με σακχαρώδη διαβήτη Τύπου Ι και τις οικογένειές τους», εξηγεί η Δρ Λόρι Λαφελ, αναπληρώτρια καθηγήτρια και επικεφαλής του Τμήματος Παιδιατρικής, Εφήβων και Νέων του Διαβητολογικού Κέντρου Joslin της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και συν-επικεφαλής της σπιτροπής συντονισμού της μελέτης TEENs.