Oι πολιτικές λιτότητας που ακολουθούνται σήμερα έχουν αποτύχει πλήρως, και αν δεν αλλάξει ριζικά η αντιμετώπιση της κρίσης, η Ευρωζώνη μόνο με θαύμα θα αποφύγει το χάος.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα ομιλίας στις Βρυξέλλες, του Πέτερ Μπόφινγκερ, ενός εκ των διαπρεπών Γερμανών οικονομολόγων, μέλος του γερμανικού συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων, γνωστή και ως «επιτροπή σοφών».
Προσκεκλημένος της δεξαμενής σκέψης European Policy Centre (EPC) σε εκδήλωση με θέμα «H κρίση της ευρωζώνης – Ένα νέο παράδειγμα αλλαγής», ο κ. Μπόφινγκερ υπογράμμισε ότι το τέλος της κρίσης στην Ευρωζώνη δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα και αυτό επειδή η αντιμετώπιση της κρίσης μέσω της επιβολής λιτότητας στις χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες και διογκωμένο δημόσιο χρέος έχει στην πραγματικότητα τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, δημιουργεί δηλαδή ύφεση που εντείνει περεταίρω το πρόβλημα.
Ο ομιλητής επεσήμανε ότι η τρέχουσα κρίση μακρο-οικονομικών μεγεθών αποτελεί κατ’ ουσία τη συνισταμένη της τραπεζικής κρίσης που αντιμετώπισαν ορισμένα μέλη της ευρωζώνης (Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος) και της κρίσης χρέους που εκδηλώθηκε σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Η μη έγκαιρη και ορθή αντιμετώπιση των δύο αυτών ξεχωριστών κρίσεων από τα ευρωπαϊκά όργανα, οδήγησε, κατά την άποψή του, στη γενίκευση του προβλήματος, με αποτέλεσμα να απειλείται σταδιακά η καρδιά της ευρωζώνης, δηλαδή η Γαλλία και η Γερμανία.
Ο ίδιος επέκρινε έντονα τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σήμερα, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι έχουν αποτύχει πλήρως, όπως αποδεικνύει περίτρανα η διαρκής αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ στις χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες.
Το αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας είναι ως εκ τούτου η επίταση της ύφεσης, η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, η αδυναμία των επιχειρήσεων να προσφύγουν σε τραπεζικό δανεισμό, η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και φυσικά, η ανεργία, είπε.
Σύμφωνα με το Γερμανό οικονομολόγο, η λανθασμένη αυτή αντιμετώπιση της κρίσης οφείλεται στην υπερ-αισιοδοξία σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και στην υπερβολική «δόση» λιτότητας, την οποία αυτά επέβαλαν.
Η γερμανική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το χρέος δεν καταπολεμείται μέσω της δημιουργίας ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και συνεπώς περισσότερου χρέους, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, καθώς αγνοεί τη βασική αρχή της μακρο-οικονομικής θεωρίας, ότι σε περιόδους ύφεσης της οικονομίας απαιτείται αύξηση των δημοσίων δαπανών και όχι συρρίκνωσή τους, τόνισε.
Υπογράμμισε επίσης ότι η εφαρμογή της λιτότητας που επιβλήθηκε στα κράτη μέλη της ευρωζώνης με δημοσιονομικά προβλήματα έγινε με τρόπο ιδιαίτερα έντονο και γρήγορο, όπως τελικά παραδέχτηκε και το ίδιο το ΔΝΤ, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτή την ασύμμετρη, όπως τη χαρακτήρισε, προσαρμογή, προσπαθεί τώρα να διορθώσει ανεπιτυχώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρέχοντας στις χώρες περισσότερο χρόνο προκειμένου να διορθώσουν το έλλειμμά τους.
Εντούτοις, το μέτρο αυτό είναι ανεπαρκές, καθώς, όπως τόνισε, κανείς δεν τολμά να προτείνει το αυτονόητο, ότι δηλαδή δεν είναι ο χρόνος προσαρμογής το πρόβλημα, αλλά η «συνταγή» που ακολουθείται. Ως εκ τούτου, σημείωσε, εφόσον δεν αλλάξει ριζικά η αντιμετώπιση της κρίσης, «μόνο με ένα θαύμα θα βγούμε από αυτό το χάος».
Ως προς τη γερμανική στάση, ο ομιλητής δήλωσε ότι η κοινή γνώμη στη Γερμανία αδυνατεί να κατανοήσει ότι η κρίση στην ευρωζώνη δεν αποτελεί «πρόβλημα των άλλων», αλλά ότι απειλεί άμεσα τη γερμανική οικονομία, η οποία βασίζεται στις εξαγωγές. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε ότι απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας των Γερμανών ώστε να αντιληφθούν ότι η αντιμετώπιση της κρίσης αποτελεί κοινή ευθύνη του συνόλου της ευρωζώνης.
Ως προς τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη με δημοσιονομικά προβλήματα, ο ίδιος υποστήριξε ότι η επίδρασή τους στη μείωση του χρέους είναι ανύπαρκτη, παρά το μεγάλο βαθμό προσαρμοστικότητας στις μεταρρυθμίσεις τον οποίο έχουν επιδείξει τα εν λόγω κράτη.
Στο σημείο αυτό αντιπαράθεσε τη Γαλλία, χώρα όπου έχουν εφαρμοστεί μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, και το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο δεν έχει γίνει κάποια αντίστοιχη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, και τόνισε ότι δεν υφίσταται καμία διαφορά ανάμεσα στα μακροοικονομικά στοιχεία των δύο χωρών που να μπορεί να αποδοθεί στις μεταρρυθμίσεις.
Επίσης, ανέφερε ότι η επιλογή της μεθόδου της συμμετοχής των καταθετών στη διάσωση των τραπεζών (bail-in) υποκρύπτει τον κίνδυνο μαζικής φυγής κεφαλαίων προς πιο «αξιόπιστα» τραπεζικά συστήματα στην ευρωζώνη, προς όφελος κυρίως των γερμανικών τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι, μετά την απαξίωση των κρατικών ομολόγων ως επενδυτικού προϊόντος, η απαξίωση των καταθέσεων αποτελεί ένα ακόμα καίριο χτύπημα στην οικονομική σταθερότητα της ευρωζώνης.
Ο ίδιος σημείωσε επίσης ότι η μετακύλιση του βάρους αξιολόγησης της αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος από τις κρατικές αρχές στον πολίτη είναι, εκτός από παράλογη, εντελώς άδικη και ανεδαφική.
Ως προς την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να διατεθούν 6 δις ευρώ για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, ο ίδιος επεσήμανε ότι το ύψος του ποσού, η διασπορά του στις χώρες που χρειάζονται ενίσχυση και το βάθος χρόνου στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η συγκεκριμένη δράση, καθιστούν την απόφαση «προσβλητική για τη νοημοσύνη» και απολύτως ανεπαρκή ως μέτρο.
Ο ομιλητής πρότεινε, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τη στροφή της ευρωζώνης προς μια πολιτική υποστήριξης της ζήτησης, μέσω δημοσίων επενδύσεων και επιδοτήσεων, ιδίως στον τομέα της ενέργειας και των διευρωπαϊκών δικτύων.
Στο πλαίσιο αυτό, δήλωσε ότι το 2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης για τα έτη 2013-2014 θα πρέπει διατεθεί για προγράμματα τέτοιου τύπου. Επίσης, πρότεινε τη δημιουργία ευρωομολόγων, καθώς και την απαλλαγή από την υποχρέωση του 3% που επιβάλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία στο έλλειμμα του προϋπολογισμού για τα κράτη που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες.