Η εξέταση ενός μάρτυρα στα πλαίσια μιας ποινική διαδικασίας, χωρίζεται σε 3 στάδια – 1) κυρίως εξέταση, 2) αντεξέταση, 3) επανεξέταση.
Κυρίως εξέταση – σκοπός του κάθε αντίδικου σε αυτό το στάδιο, η παρουσίαση επαρκούς μαρτυρίας η οποία να μπορεί να υποστηρίξει την εκδοχή που προβάλλει η πλευρά η οποία έχει καλέσει τον μάρτυρα. Η μαρτυρία η οποία προσκομίζεται θα πρέπει να είναι σχετική με τα επίδικα γεγονότα και να συνάδει με τους κανόνες δεκτότητας. Οι ερωτήσεις που υποβάλλονται θα πρέπει να είναι απλές και μικροσκελείς για να μην προκαλούν σύγχυση στον μάρτυρα. Δεν επιτρέπονται καθοδηγητικές ερωτήσεις στον μάρτυρα, δηλαδή να του υποβάλλεται εμμέσως η απάντηση. Στην περίπτωση όπου υπάρχουν καθοδηγητικές ερωτήσεις, ο δικηγόρος της άλλης πλευράς δύναται να υποβάλει ένσταση. Στο στάδιο αυτό ισχύει ο κανόνας «φρεσκάρισμα της μνήμης», δηλαδή επιτρέπεται σε έναν μάρτυρα να κοιτάξει ξανά κατάθεση που είχε δώσει σε προγενέστερο στάδιο.
Αντεξέταση – αποκλειστικός σκοπός της αντεξέτασης, είναι να πλήξει την αξιοπιστία των μαρτύρων της άλλης πλευράς. Μέσω των ερωτήσεων που υποβάλλονται, η κάθε πλευρά προσπαθεί εξασθενήσει την αντίθετη εκδοχή και να αποκομίσει χρήσιμες πληροφορίες, οι οποίες θα ενδυναμώσουν την δικής της θέση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντεξέταση αποτελεί ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της υπεράσπισης με το οποίο προσπαθεί να αποδυναμώσει την εκδοχή της Κατηγορούσας αρχής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πρωταρχικός στόχος της κάθε πλευράς είναι η δημιουργία αμφιβολιών ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε αμφισβητώντας το αξιόπιστο των πληροφοριών που προβάλλονται (π.χ. ο μάρτυρας σε προηγούμενη κατάθεση του στην Αστυνομία έδωσε μια άλλη εκδοχή) είτε αποδεικνύοντας την ύπαρξη προκατάληψης προς το πρόσωπο του κατηγορούμενου.
Σε αντίθεση με το τι ισχύει στο στάδιο της κυρίως εξέτασης, στο στάδιο της αντεξέτασης επιτρέπονται οι καθοδηγητικές ερωτήσεις.
Επανεξέταση – στο στάδιο αυτό η πλευρά που κάλεσε τον μάρτυρα έχει μια δεύτερη ευκαιρία να αναδείξει και να διευκρινίσει κάποια ζητήματα τα οποία είχαν εγερθεί στα προηγούμενα στάδια. Πιο συγκεκριμένα, δύνανται να υποβληθούν ερωτήσεις για θέματα που προκύπτουν μόνο από το στάδιο της αντεξέτασης. Δεν επιτρέπεται δηλαδή στην πλευρά που έχει καλέσει το μάρτυρα να του υποβάλει ερωτήσεις για ζητήματα τα οποία έπρεπε να αναφερθούν και/ή αναλυθούν στο στάδιο της κυρίως εξέτασης ή να υποβληθούν ερωτήσεις πάνω σε θέματα τα οποία δεν είχαν αναφερθεί στο στάδιο της αντεξέτασης.
Αφού παρουσιάσαμε όλα τα πιο πάνω, γεννάται το εύλογο ερώτημα κατά πόσον ο Δικαστής μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις στο μάρτυρες κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με το τι ισχύει στο Ηπειρωτικό Δίκαιο, στο οποίο ο εκάστοτε Δικαστής δύναται να υποβάλει ερωτήσεις, το αντιπαραθετικό σύστημα της Κύπρου επιβάλλει όπως ο Δικαστής παραμένει ανεξάρτητος και ουδέτερος. Επομένως, ο εκάστοτε Δικαστής δεν θα πρέπει να επεμβαίνει στην διαδικασία. Κατ΄ εξαίρεση δύναται ο Δικαστής να υποβάλει κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις, εφόσον όμως ολοκληρωθεί και το στάδιο της επανεξέτασης.
Στις περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, ο Δικαστής αναλαμβάνει έναν πιο επεμβατικό ρόλο και υποβάλλει κάποιες ερωτήσεις. Επίσης, στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν ανήλικοι μάρτυρες, δύναται ο Δικαστής να επεμβαίνει στην όλη διαδικασία με περισσότερη συχνότητα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ακυρώθηκαν αποφάσεις, επειδή ο Δικαστής επενέβαινε ενεργά στην διαδικασία.