Εισήγηση από τον γενικό εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, N. Jaaskinen, κατατέθηκε σήμερα στην ολομέλεια των δικαστών για να απορρίψει την προσφυγή του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ζητούσε την ακύρωση της νέας κοινοτικής νομοθεσίας που θέτει όρια στα «μπόνους» των τραπεζιτών.
Μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η ΕΕ προχώρησε στη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της νομοθεσίας και τη διασφάλιση της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που προηγήθηκαν της λήψης των μέτρων αυτών, θεωρήθηκε ότι ο σχεδιασμός των συστημάτων αμοιβών εντός των εν λόγω ιδρυμάτων ήταν ένα από τα κύρια αίτια της κρίσης.
Επειδή συχνά συνεπαγόταν την καταβολή υψηλότατων «μπόνους» σε σχέση με τους μισθούς, τούτο ενθάρρυνε ορισμένους μισθωτούς να αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους, έτσι ώστε να μετέχουν στα βραχυπρόθεσμα κέρδη των τραπεζών, αλλά όχι και στο κόστος των αποτυχιών τους, το οποίο, στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, επωμιζόταν ο φορολογούμενος.
Το νομοθετικό πακέτο «κεφαλαιακών απαιτήσεων», το οποίο υιοθετήθηκε το 2013 από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (το οποίο είναι γνωστό ως «πακέτο CRD IV» και αποτελείται από μια οδηγία και ένα κανονισμό ), περιέλαβε σειρά μέτρων για τη ρύθμιση του θέματος αυτού.
Η οδηγία CRD περιέχει διάταξη που επιβάλλει σταθερή αναλογία μεταξύ των σταθερών αποδοχών (του βασικού μισθού) και των μεταβλητών αποδοχών (των «μπόνους») των ατόμων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τους. Η οδηγία ορίζει ότι στους εν λόγω μισθωτούς δεν επιτρέπεται η καταβολή «μπόνους» πέρα του 100 % του βασικού τους μισθού, ή του 200 % αν κράτη μέλη παράσχουν στους μετόχους, στους ιδιοκτήτες ή στα μέλη των χρηματοπιστωτικών αυτών ιδρυμάτων την εξουσία να το αποφασίσουν.
Από την πλευρά του, ο κανονισμός CR προβλέπει υποχρεωτική δημοσιοποίηση, από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, της κατά την οδηγία αναλογίας, καθώς και του αριθμού των ατόμων που λαμβάνουν αποδοχές πάνω από ορισμένο όριο. Επίσης, εισάγει υποχρέωση των εν λόγω ιδρυμάτων να δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με το σύνολο των αποδοχών κάθε μέλους του διοικητικού οργάνου ή ανώτερου διευθυντικού στελέχους, όταν τούτο ζητείται από το κράτος μέλος ή την αρμόδια Αρχή.
Το Ηνωμένο Βασίλειο άσκησε προσφυγή ζητώντας από το Δικαστήριο να ακυρώσει τις συγκεκριμένες διατάξεις της οδηγίας και του κανονισμού. Θεωρεί ότι οι διατάξεις περί καθορισμού της αναλογίας μεταξύ των μεταβλητών και των σταθερών αποδοχών δεν έπρεπε να θεσπιστούν με τη χρησιμοποίηση διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αλλά εμπίπτουν στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και, επομένως, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Προβάλλει επίσης, μεταξύ άλλων, ότι οι εν λόγω διατάξεις παραβιάζουν τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, ότι η οδηγία αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθώς και ότι οι διατάξεις του κανονισμού που επιβάλλουν δημοσιοποίηση των αποδοχών προσβάλλουν το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και παραβιάζουν τους κανόνες για την προστασία των δεδομένων.
Με τις σημερινές του προτάσεις, ο γενικός εισαγγελέας N. Jaaskinen προτείνει στο Δικαστήριο να απορρίψει όλους τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει το Ηνωμένο Βασίλειο και, συνακόλουθα, να απορρίψει την προσφυγή.
Σχετικά με το κύριο επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι τα προσβαλλόμενα μέτρα ελήφθησαν με τη χρησιμοποίηση εσφαλμένης νομικής βάσης, ο γενικός εισαγγελέας σημειώνει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι μέτρα αποβλέποντα στην προαγωγή της αρμονικής ανάπτυξης των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, δύνανται να έχουν ως βάση το άρθρο 53 (ελεύθερη εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών).
Όσον αφορά το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η δημοσιοποίηση του συνόλου των αποδοχών κάθε μέλους της διοίκησης αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης περί της προστασίας των δεδομένων, ο γενικός εισαγγελέας παρατηρεί ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση δεν είναι υποχρεωτική, αλλά απλώς παρέχεται στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια.
Τέλος, ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί αβάσιμο το λόγο ακύρωσης με τον οποίο προβάλλεται ότι οι επίμαχες διατάξεις παραβιάζουν τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας και σημειώνει ότι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν καλύτερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση τον στόχο δημιουργίας ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου για τη διαχείριση των κινδύνων.
Η οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα εκδοθεί μέσα στις επόμενες βδομάδες.