Η Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας έδωσε στη δημοσιότητα σήμερα, 13 Απριλίου 2017, την Ειδική Έκθεση που ετοίμασε με θέμα «Έλεγχος λογαριασμών της Βουλής των Αντιπροσώπων για το έτος 2016».
Η Ειδική Έκθεση επισυνάπτεται και βρίσκεται επίσης αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.
EY-Ειδική ΄Εκθεση ΒΑ-01-2017 – ΄Ελεγχος Λογαριασμών Βουλής 2016
Στην έκθεση της η Ελεγκτικη υπηρεσία εισηγείται την κατάργηση του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων για τους βουλευτές και όλους τους άλλους κρατικούς αξιωματούχους, όπως εφαρμόζεται για τους νεοεισερχόμενους στη δημόσια υπηρεσία από το 2011.
Το 2012 το επαγγελματικό σχέδιο σύνταξης των νεοεισερχόμενων δημοσίων υπαλλήλων καταργήθηκε και οι νεοεισερχόμενοι υπάλληλοι στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα που προσλαμβάνονται από 1.10.2011 και μετά, δεν εντάσσονται σε Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάξεων ή όμοιο με αυτό, και ως εκ τούτου θα λαμβάνουν σύνταξη μόνο από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Παραταύτα, δεν ίσχυσε κάτι ανάλογο για τους βουλευτές, όπως αναφέρεται στην Έκθεση.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία υποδεικνύει ότι όσον αφορά τους βουλευτές που θα εκλεγούν στο μέλλον, δεν είναι αποδοτικό και οικονομικό να διατηρείται επαγγελματικό σχέδιο σύνταξης μόνο για αριθμό κρατικών αξιωματούχων και βουλευτών.
Ειδικά εφόσον οι βουλευτές δεν απαγορεύεται να εξασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα κατά τη διάρκεια της θητείας τους, διατυπώνει την άποψη ότι θα πρέπει να λαμβάνουν κρατική σύνταξη κατ΄αναλογία του Νόμου 216(Ι)/2012 και να καταργηθεί και γι αυτούς, όπως και όλους τους άλλους κρατικούς αξιωματούχους (υπουργούς, δημάρχους, εφόρους, επιτρόπους κλπ) που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 216(Ι)/2012.
Τούτο, αναφέρει, θα ισχύει μόνο για μελλοντικούς βουλευτές, όπως συνέβη με τα μέλη της ευρύτερης δημόσιας υπηρεσίας.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία θεωρεί ότι αυτό πρέπει να ρυθμιστεί στο άμεσο μέλλον, αρκετά προτού εκπνεύσει η θητεία της παρούσας βουλής.
Για τους υπηρετούντες βουλευτές, εισηγείται, για σκοπούς εφαρμογής των αρχών της ίσης μεταχείρισης και ισονομίας, τα ωφελήματα τους, όπως και των άλλων αξιωματούχων του κράτους που καθορίζονται σύμφωνα με τον περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) Νόμο 49(Ι)/1980 και τον περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμο 88(Ι)/2011, θα πρέπει να αναθεωρηθούν και να εναρμονιστούν με τον περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμο 216(Ι)/2012 που προνοεί φορολόγηση του εφάπαξ/φιλοδωρήματος και επέκταση της ηλικίας έναρξης καταβολής της σύνταξης στο 65ο έτος, αντί στο 60ο που καταβάλλεται σήμερα.
Σημειώνεται ότι η σύνταξη και το φιλοδώρημα βουλευτή με μία βουλευτική θητεία (60 μήνες) ανέρχεται σε €1.352 μηνιαίως και €75.729 αντίστοιχα, ενώ για βουλευτή που συμπλήρωσε δύο βουλευτικές θητείες (120 μήνες) η σύνταξη ανέρχεται σε €3.306 μηνιαίως και το φιλοδώρημα σε €185.115.
Το πιο πάνω φιλοδώρημα που λαμβάνουν ο Πρόεδρος και τα μέλη της Βουλής δεν υπόκειται στην επιβολή φόρου εισοδήματος, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στους κρατικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα για τους οποίους οποιοδήποτε εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα κερδίζεται με υπηρεσία από την 1.1.2013 και μετά, υπόκειται στην επιβολή φόρου εισοδήματος.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία ενημερώθηκε από τη Γενική Διευθύντρια της Βουλής των Αντιπροσώπων, ότι τα πιο πάνω θέματα θα εξεταστούν στα πλαίσια εκσυγχρονισμού της βουλευτικής αποζημίωσης και της μεθοδολογίας καταβολής της καθώς και των συναφών με αυτά ζητημάτων, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως αυτά τα θέματα αναφέρονται στις επιστολές ελέγχου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας από το 2014, χωρίς μέχρι σήμερα να ληφθούν οποιεσδήποτε αποφάσεις.
Σύμφωνα με τον έλεγχο των λογαριασμών της Βουλής για το 2016, που δόθηκε στη δημοσιότητα από την Ελεγκτική Υπηρεσία, το 2016 τα κοινοβουλευτικά κόμματα έλαβαν ως κρατική χρηματοδότηση, συνολικά, €10.189.451,00, έναντι, €6.860.451,00 το 2015.
Από το ποσό αυτό, €27.000,00 αφορούσαν κάλυψη των συνεισφορών των κομμάτων στα αντίστοιχα πολιτικά κόμματα της ΕΕ, €612.667,65 ως βασική χορηγία, €3.471.783,35 με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα στις τελευταίες Βουλευτικές Εκλογές, €2.565.000,00 ως χορηγία για τις Βουλευτικές Εκλογές και €3.513.000,00 για τη μίσθωση υπηρεσιών κοινοβουλευτικών συνεργατών.
Ειδικότερα για τους κοινοβουλευτικούς συνεργάτες, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι η ανάγκη για αύξηση του Προϋπολογισμού για τους κοινοβουλευτικούς συνεργάτες, κατά 37% και του αριθμού των κοινοβουλευτικών συνεργατών κατά 46%, σε διάστημα λιγότερο του ενός έτους – 18 νέοι συνεργάτες εργοδοτήθηκαν τον Ιανουάριο του 2016 και άλλοι 14 τον Ιούνιο του ίδιου έτους- δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς, όπως θα αναμενόταν, ειδικά στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που διέρχεται η χώρα.
Εισηγείται δε όπως οι Υπηρεσίες της Βουλής των Αντιπροσώπων, σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών και τα κοινοβουλευτικά κόμματα, προχωρήσουν σε μελέτη του θέματος, ώστε η ρύθμιση του στο μέλλον να μη βασίζεται σε συγκυριακά, αλλά σε αντικειμενικά δεδομένα και κριτήρια. Σε διαφορετική περίπτωση, υποδεικνύει, υπάρχει ορατός κίνδυνος, όταν στις επόμενες βουλευτικές εκλογές φυσιολογικά θα αλλάξει η δύναμη κάποιων κομμάτων, να υπάρχει ανάγκη περαιτέρω αύξησης του συνολικού αριθμού των κοινοβουλευτικών συνεργατών.
Επίσης όσον αφορά στην αντιμισθία των κοινοβουλευτικών συνεργατών, οι οποίοι εργοδοτούνται από τα κόμματα, σημειώνεται ότι αυτή καταβάλλεται απευθείας στους κοινοβουλευτικούς συνεργάτες από το λογιστήριο της Βουλής των Αντιπροσώπων, παρόλο που η σχετική συμφωνία ιδιωτικού δικαίου συνάπτεται μεταξύ του κοινοβουλευτικού συνεργάτη και του πολιτικού κόμματος. Επί τούτου υπάρχει και γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, βάσει της οποίας η αντιμισθία των συνεργατών θα πρέπει να καταβάλλεται από τον εργοδότη τους, δηλαδή το πολιτικό κόμμα και όχι από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Ως εκ τούτου, η Ελεγκτική Υπηρεσία υποδεικνύει ότι οι Υπηρεσίες της Βουλής θα πρέπει να συμμορφωθούν με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα και εισηγείται τη σχετική τροποποίηση του περί Πολιτικών Κομμάτων Νόμου ώστε η χρηματοδότηση των κομμάτων για κάλυψη της δαπάνης που αφορά τους Κοινοβουλευτικούς Συνεργάτες να γίνεται με νόμιμο και διαφανή τρόπο.
Επιπρόσθετα, λόγω των δυσμενών χρηματοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν σήμερα στη χώρα και των αλλαγών που έχουν ήδη επέλθει στον δημόσιο τομέα, όπως είναι η συνεισφορά των δημοσίων υπαλλήλων στο Ταμείο Συντάξεων, η μείωση των απολαβών, η μη παραχώρηση προσαυξήσεων και τιμαριθμικών αυξήσεων που ίσχυε μέχρι πρόσφατα, η μείωση των κλιμάκων εισδοχής κ.λπ., προτείνει αναθεώρηση των συμφωνιών που συνάπτουν τα πολιτικά κόμματα με τους κοινοβουλευτικούς τους συνεργάτες, ώστε να συνάδουν με τις ρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί στη Δημόσια Υπηρεσία.
Στην έκθεσή της, η Ελεγκτική Υπηρεσία εισηγείται εκ νέου την τροποποίηση και τον εκσυγχρονισμό του της νομοθεσίας που διέπει την αποζημίωση των βουλευτών.
Μεταξύ άλλων, παρατηρεί ότι το κατ’ αποκοπή ποσό αποζημίωσης, ύψους €683,44 το μήνα που καταβάλλεται έναντι οδοιπορικών εξόδων σε όλα τα μέλη της Βουλής, καταβάλλεται και την καλοκαιρινή περίοδο που η Βουλή δεν συνεδριάζει ή λειτουργεί σε μειωμένους ρυθμούς.
Σημειώνεται επίσης ότι, το πιο πάνω επίδομα καταβάλλεται εξ ολοκλήρου ανεξαρτήτως της παρουσίας ή όχι των μελών στις κοινοβουλευτικές επιτροπές και στην Ολομέλεια της Βουλής.
«Γίνεται εισήγηση όπως το ποσό αυτό συσχετιστεί με τα πραγματικά οδοιπορικά έξοδα των βουλευτών. Αν θα παραμείνει υπό τη μορφή κατ’ αποκοπή ποσού, θα πρέπει κατά την άποψη μας να περιοριστεί σημαντικά» σημειώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Παρατηρεί, εξάλλου, ότι σε αρκετές περιπτώσεις το Λογιστήριο της Βουλής ενημερώνεται για την πραγματοποίηση των υπηρεσιακών ταξιδιών από μέρους των βουλευτών, λίγες μέρες πριν το ταξίδι και ως εκ τούτου οι απαιτούμενες ενέργειες για κράτηση αεροπορικών εισιτηρίων από το Λογιστήριο δεν γίνονται έγκαιρα, έτσι ώστε το κράτος να επωμισθεί χαμηλότερο κόστος.
Σύμφωνα με την Έκθεση, για την περίοδο 2013 μέχρι 2016 καταβλήθηκε για αγορά αεροπορικών εισιτηρίων συνολικό ποσό ύψους €863.402. Σημειώνεται ότι ποσό €9.090 αφορά χρεώσεις για ακυρωθέντα εισιτήρια λόγω ακύρωσης ταξιδιών (17 περιπτώσεις) από τους βουλευτές.