Του Αναστάση Θεοχαρίδη*
Η ελευθερία του συμβάλλεσθαι στην Κυπριακή έννομη τάξη κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα στο Άρθρο 26 (1). Πέραν από την συνταγματική αυτή πρόνοια, το ΚΕΦ 149 εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί αυτό το δικαίωμα καθορίζοντας κριτήρια και προϋποθέσεις. Σημερινή μας αποστολή είναι να αναφερθούμε στην δικαιοπρακτική ικανότητα των συμβαλλομένων και πως αυτή επενεργεί στα πλαίσια μιας σύμβασης.
Το άρθρο 10 του ΚΕΦ 149 μεταξύ άλλων αναφέρει «….μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι». Αυτόματα γεννάται το ερώτημα ποια άτομα είναι ικανά για τους σκοπούς του νόμου; Σίγουρα αποδίδεται δικαιοπρακτική ικανότητα στους ενήλικες, ενώ από την άλλη σίγουρα αποκλείεται για άτομα τα οποία θεωρούνται πνευματικά ασθενείς.
Όσον αφορά τους ανήλικους, αυτοί δύνανται να έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Επομένως, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τους παράγοντες που επηρεάζουν την δικαιοπρακτική ικανότητα των ατόμων ως εξής – 1) η ηλικία, 2) η νοητική κατάσταση και 3) η νομική κατάσταση.
Αναφορικά με τον παράγοντα ηλικία, για τους σκοπούς του νόμου, ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο κάτω των 18 ετών (Άρθρο 11 του ΚΕΦ 149). Εξαίρεση ισχύει όταν αντιμετωπίζουμε περίπτωση νεαρού κάτω των 18 ετών, ο οποίος είναι παντρεμένος και στον οποίο αναγνωρίζεται δικαιοπρακτική ικανότητα.
Το Κοινοδίκαιο έχει αναγνωρίσει δύο κατηγορίες εξαιρέσεων αναφορικά με τους ανήλικους, στις οποίες θεωρείται ότι ανήλικος δύναται να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα. Στην πρώτη περίπτωση, ανήλικος δύναται να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα όταν καταρτίζει σύμβαση με σκοπό να εξασφαλίσει τα αναγκαία του χρειώδη. Στη δεύτερη περίπτωση, σύμβαση η οποία καταρτίζεται από ανήλικο δύναται να είναι έγκυρη αν αυτή επενεργεί προς όφελος του ανήλικου.
Με τον όρο «αναγκαία χρειώδη» εννοούμε τα αγαθά που χρειάζεται ένας ανήλικος και τα οποία κρίνονται αντικειμενικά ως απαραίτητα για ένα δεδομένο επίπεδο ζωής ενός ανηλίκου, πάντοτε την στιγμή που καταρτίζεται η σύμβαση. Σε κάθε περίπτωση, ο σημαντικός παράγοντας για να κρίνουμε εάν ένα αγαθό εμπίπτει ή όχι στην έννοια του «αναγκαίου χρειώδους», είναι το επίπεδο ζωής του συγκεκριμένου ανήλικου.
Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως αναγκαία χρειώδη τη νομική συμβουλή, τα ρούχα, το φαγητό, την προμήθεια βιβλίων κλπ.
Στην περίπτωση όπου έχουμε να κάνουμε με σύμβαση η οποία ενεργεί προς όφελος του ανήλικου, εδώ αναφερόμαστε κυρίως σε συμβάσεις ο οποίες σκοπό έχουν την επιμόρφωση ή εξειδίκευση του ανήλικου. Σύμβαση τέτοιου είδους η οποία προβλέπει επαχθείς όρους για τον ανήλικο, σίγουρα θα θεωρηθεί καταχρηστική και το Δικαστήριο θα την ακυρώσει.
Όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι ανήλικος σε συγκεκριμένη σύμβαση δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, τότε η σύμβαση αυτή θα θεωρηθεί άκυρη. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο ανήλικος δύναται να διακόψει μια σύμβαση στην οποία είναι μέρος, είτε ενώ είναι ανήλικος είτε αφού ενηλικιωθεί. Θα πρέπει όμως σε αυτό το σημείο να ήμαστε αρκετά προσεκτικοί, διότι ο παράγοντας χρόνος ενεργεί εις βάρος του ανήλικου.
Αν δηλαδή ο ανήλικος αποφασίσει να διακόψει την σύμβαση αφού ενηλικιωθεί, θα πρέπει να το κάνει αυτό μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Στην υπόθεση Βαρθολομαίου ν Καννάουρου, ο ανήλικος μετά την ενηλικίωση του και αφού πέρασαν 12 χρόνια αποφάσισε να διακόψει την σύμβαση. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό λέγοντας ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από την ενηλικίωση του ανήλικου, συνέβαλε στην επικύρωση της σύμβασης.
Το Άρθρο 12 του ΚΕΦ 149 αναφέρεται στα πρόσωπα τα οποία έχουν σώες τις φρένες, τα οποία είναι αυτά που την στιγμή που καταρτίζεται η σύμβαση μπορούν να αντιληφθούν τους όρους και το περιεχόμενο της. Αναφορικά με τα πρόσωπα το οποία ενδέχεται να έχουν φωτεινά διαλείμματα, σε αυτά αναγνωρίζεται δικαιοπρακτική ικανότητα μόνο κατά την διάρκεια του φωτεινού διαλείμματος. Πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να είναι μεθυσμένα ή υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, αν δεν μπορούσαν να διαμορφώσουν λογική κρίση την στιγμή που καταρτιζόταν η σύμβαση, τότε θεωρείται πως δεν είχαν σώες τις φρένες.
Όταν αναφερόμαστε στη νομική κατάσταση κάποιου και κατά πόσον έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, εννοούμε τις περιπτώσεις εκείνες όπου με νόμο αφαιρείται η δικαιοπρακτική ικανότητα κάποιου προσώπου. Για παράδειγμα ο νόμος περί Διαχείρισης Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων (N. 23(I)/1996), αφαιρεί από κάποια άτομα την δικαιοπρακτική τους ικανότητα. Άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να ήταν ο νόμος περί Πτώχευσης (ΚΕΦ 5). Όταν ένα πρόσωπο κηρυχτεί πτωχεύσας, απαγορεύεται δια νόμου να εξασφαλίσει οποιαδήποτε πίστωση.
Έρχεται ο νόμος δηλαδή και αφαιρεί κάποια δικαιώματα από την δικαιοπρακτική ικανότητα του πτωχεύσαντα.
*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας